Και πριν από την κρίση υπήρχε κόσμος και θα υπάρχει κόσμος και μετά την απομόχλευση – αλλά τώρα είμαστε μετέωροι. Η κρίση ρευστότητας που προκάλεσε η κατάρρευση των Lehman ξεπεράστηκε, αλλά η αιτία της κρίσης – ο υπερβολικός δανεισμός – παραμένει ως πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Μέχρι στιγμής απλά μεταφέραμε το χρέος από τους καταναλωτές στις τράπεζες κι από τις τράπεζες στις κεντρικές τράπεζες και τα κράτη. Τώρα που δεν έχει μείνει κανένας άλλος να του το περάσουμε η κρίση δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο: προβλήματα φερεγγυότητας.
Οι συζητήσεις της περασμένης εβδομάδας σχετικά με τους όρους της ελληνικής διάσωσης υποδεικνύουν ότι τα ζητήματα ρευστότητας και φερεγγυότητας πλέον αλληλεξαρτώνται. Είναι σαφές ότι τα ιδιωτικά κεφάλαια δεν θέλουν να χρηματοδοτήσουν κάποια κράτη με αποδεκτούς και βιώσιμους όρους. Η αβεβαιότητα σχετικά με το ενδεχόμενο μιας στάσης πληρωμών είναι απλά πολύ μεγάλη. Για να χαλαρώσουν την κρίση του δημόσιου χρέους οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θέσπισαν κοινούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς – το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας – που λειτουργούν σαν πηγές βοηθητικών κεφαλαίων. Η λειτουργία τους είναι άκρως σημαντική για τη σταθεροποίηση της κατάστασης. Αλλά αυτοί οι μηχανισμοί αποτελούν έκτακτα δίχτυα ασφαλείας που έχουν σαν στόχο την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας, όχι των θεμελιωδών ζητημάτων φερεγγυότητας.
Σε επίπεδο αρχής υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα φερεγγυότητας. Στο πλαίσιο της αμερικανικής προσέγγισης όλοι οι πιστωτές αναλαμβάνουν μέρος της ζημιάς και ο χρεώστης ξεκινά από την αρχή με ένα σχετικά καθαρό ισολογισμό. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της παραδοσιακής ηπειρωτικής ευρωπαϊκής προσέγγισης για την αναδιάρθρωση, οι πιστωτές συνεχίζουν να χρηματοδοτούν το χρέος προκειμένου να επιτευχθεί μια βαθμιαία προσαρμογή σε μια μακρύτερη χρονική περίοδο. Σε αντάλλαγμα ο χρεώστης πρέπει μονίμως να επιδεικνύει πρόοδο στην αποκατάσταση των προβλημάτων των δραστηριοτήτων του και της φερεγγυότητάς του.
Οι πιστωτές των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως είναι η Ελλάδα, προτιμούν μια λύση σε βάθος χρόνου και όχι την αμερικανική λύση ενός ‘κουρέματος’, που επιμένουν να ζητούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι σαφείς. Οι μεγαλύτεροι πιστωτές αυτών των κρατών είναι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, που περιλαμβάνει τις ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες ήδη δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ και τις κεντρικές τράπεζες, ιδίως στις χώρες που έχουν πληγεί. Ένα δραστικό κούρεμα – θα έπρεπε να φτάσει στο 50% ή στο 60% για να είναι αποτελεσματικό – θα απαιτούσε από τις κυβερνήσεις να συνεισφέρουν στην αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης μέρους του τραπεζικού τους συστήματος, εξέλιξη που θα αύξανε ξανά το βάρος του δημόσιου χρέους. Αν προσθέσουμε σε αυτά και τις κερδοσκοπικές πιέσεις των αγορών σχετικά με το ποια άλλη χώρα θα ακολουθήσει στο ‘κούρεμα’ και τον πειρασμό των άλλων υπερχρεωμένων χωρών να μειώσουν το βάρος του χρέους ‘καίγοντας’ τους κατόχους ομολόγων, γίνεται σαφές γιατί η Ευρώπη αποδίδει τόση έμφαση στην λύση σε βάθος χρόνου.
Η πρόκληση είναι να βρεθεί επαρκής χρηματοδότηση όσο κυλά αυτός ο χρόνος και με όρους που δεν επιδεινώνουν περαιτέρω το πρόβλημα φερεγγυότητας. Επί του παρόντος τα έκτακτα δίχτυα ασφαλείας διακινδυνεύουν να γίνουν η μόνη και διαρκής πηγή αυτής της χρηματοδότησης με απρόβλεπτες πολιτικές επιπτώσεις και με έναν εν δυνάμει ζημιογόνο λογαριασμό.
Για να αποφευχθεί αυτό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας για τη σύσταση μιας ευρωπαϊκής υπηρεσίας ασφάλισης χρέους, στο πλαίσιο του υπό διαπραγμάτευση πακέτου οικονομικής βοήθειας. Για τις μελλοντικές εκδόσεις χρέους, οι αρχές των κρατών θα μπορούσαν να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν ασφαλιστικά συμβόλαια που θα περιορίζουν τις ζημιές των επενδυτών σε περίπτωση χρεοστασίου, ας πούμε στο 10% των ασφαλισμένων ομολόγων. Το πρίμιουμ που θα χρεώνεται ετησίως από έναν τέτοιο ευρωπαϊκό ασφαλιστικό μηχανισμό θα μπορούσε να συνδέεται με την μεταρρυθμιστική πρόοδο του κάθε κράτους. Έτσι δεν θα είναι κάτι τόσο ευμετάβλητο όσο τα σπρεντ των συμβολαίων ασφάλισης έναντι κινδύνου πτώχευσης που βασίζονται στις υποθέσεις της αγοράς για τις πιθανές πολιτικές ενέργειες. Και θα είναι εύλογο γιατί εδώ οι ίδιοι σχεδιαστές πολιτικής που θα αποφασίζουν για το κόστος της ασφάλισης θα προσδιορίζουν την πιθανότητα και το μέγεθος ενός χρεοστασίου.
Επιπλέον αυτός ο ευρωπαϊκός ασφαλιστικός μηχανισμός θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανταλλαγή των υπαρχόντων ελληνικών ομολόγων με μια έκπτωση επί του αρχικού κεφαλαίου με νέα ομόλογα, πολύ μεγαλύτερης διάρκειας και με ευρωπαϊκή ασφάλιση, που θα περιλαμβάνει μέρος του κεφαλαίου και / ή των πληρωμών του κουπονιού. Οι επενδυτές θα μπορούσαν να επιλέξουν είτε να πάψουν να διαπραγματεύονται τον υπάρχοντα κίνδυνο και να αναλάβουν ένα εθελοντικό ‘κούρεμα’ είτε να κρατήσουν τα ομόλογά τους ως τη λήξη. Ένα εθελοντικό σχήμα σαν κι αυτό θα χαλάρωνε πολύ το πρόβλημα φερεγγυότητας της Ελλάδας.
Η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού ασφαλιστικού μηχανισμού θα απαντούσε και στις εκκλήσεις προς τους ιδιώτες επενδυτές να αναλάβουν μέρος του κόστους ενός πιθανού χρεοστασίου, καθώς θα καθιστούσε αυτό τον κίνδυνο μετρήσιμο και διαχειρίσιμο. Θα μπορούσαν έτσι να ξεκλειδώσουν σημαντικά κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα για τις πιεζόμενες χώρες της Ευρωζώνης με αποδεκτά επιτόκια, δίχως να αυξηθεί η οικονομική έκθεση των κρατών. Ένας ευρωπαϊκός ασφαλιστικός μηχανισμός θα ήταν ως εκ τούτου πιο εύκολα αποδεκτός πολιτικά από την διαρκή άμεση μεταβίβαση κονδυλίων προς τις προβληματικές χώρες.
Μετά την απομόχλευση, ο κόσμος μας θα απαιτεί νέους τρόπους για τη σύνδεση του ιδιωτικού δανεισμού και της ατζέντας του δημόσιου τομέα – ένας ευρωπαϊκός ασφαλιστικός οργανισμός μπορεί να είναι ένας από αυτούς.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- 35.000.000 αμερικάνοι πάσχουν από κοινωνική φοβία, δηλαδή, είναι παθολογικά ντροπαλοί!
Πώς θα χαλαρώσουμε την κρίση φερεγγυότητας της Ευρωζώνης
Συντονιστής: Agrafos