Οι 17 χώρες που απαρτίζουν την Ευρωζώνη δεν αποτελούν την ιδανική κοινότητα για ένα κοινό νόμισμα αλλά η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση της Ευρώπης μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα για μια θετική αλλαγή.
Τα σοβαρά προβλήματα χρέους της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών – που προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν υπό έλεγχο πιστωτές, οικονομικοί αξιωματούχοι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σήμερα – υπογραμμίζουν το βασικό μειονέκτημα της Ευρωζώνης που αρκετοί οικονομολόγοι είχαν από χρόνια επισημάνει: οι αποκλίσεις μεταξύ των κρατών στους οικονομικούς κύκλους, τη γλώσσα, τους κανόνες και την ανταγωνιστικότητα μπορεί να κάνουν τα προβλήματα και τα κόστη του κοινού νομίσματος πολύ μεγαλύτερα από τα πλεονεκτήματά του.
Αυτό το πρόβλημα του ευρώ δεν είναι ωστόσο απαραίτητο να αποδεχτεί μοιραίο. Η κρίση χρέους έχει δημιουργήσει πλέον μια δυναμική για μεταρρυθμίσεις που μπορούν να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα της ένωσης. Οι προτάσεις των οικονομολόγων περιλαμβάνουν την εισαγωγή νέων κανόνων για τις δημόσιες δαπάνες, για την ενοποίηση της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος και για τη δημιουργία ενός πολύ μεγαλύτερου ταμείου διάσωσης για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών. Όλα αυτά όμως απαιτούν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να θυσιάσουν λίγη ακόμη από την εθνική αυτονομία τους. «Αν η Ευρώπη λάβει στα σοβαρά υπόψη της τα σημερινά διδάγματα, το ευρώ μπορεί να βγει από την κρίση ενισχυμένο», δηλώνει ο Μπάρι Άιχενγκριν, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια.
Κάθε νομισματική ένωση υπόσχεται στα μέλη της έναν κόσμο με μεγαλύτερη ευημερία, χάρη στη διευκόλυνση των συναλλαγών, του εμπορίου και των επενδύσεων διαμέσου των εθνικών συνόρων. Η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος απαιτεί όμως από τις χώρες να εγκαταλείψουν την ανεξάρτητη νομισματική τους πολιτική. Κι αυτό μπορεί να αποδειχτεί πολύ σοβαρό πρόβλημα αν μια οικονομία χρειάζεται στήριξη ενώ μια άλλη είναι στα όρια της υπερθέρμανσης.
Με αφετηρία τη δεκαετία του 1960 ορισμένοι οικονομολόγοι – και κυρίως ο Ρόμπερτ Μάντελ, που είναι γνωστός ως πατέρας του ευρώ – ανέπτυξαν ένα βασικό πλαίσιο για μια νομισματική ένωση μέσα στο οποίο τα οφέλη του κοινού νομίσματος μπορούν να είναι μεγαλύτερα από τα κόστη. Διατύπωσαν την λεγόμενη θεωρία της βέλτιστης νομισματικής περιοχής με βάση 3-4 κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά είναι: Πρώτον, οι οικονομικοί κύκλοι των χωρών που μοιράζονται ένα κοινό νόμισμα πρέπει να είναι περισσότερο ή λιγότερο συγχρονισμένοι. Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει πλήρης ελευθερία στην κινητικότητα των εργαζομένων μέσα από τα σύνορα με στόχο να αντισταθμίζονται οι ανισορροπίες στη ζήτηση της απασχόλησης. Τρίτον, πρέπει να υπάρχει ευελιξία στις τιμές και τους μισθούς ώστε να μπορούν να διορθώνουν τις διαφορές στην ανταγωνιστικότητα. Και, τέλος, στο βαθμό που κάποιο από αυτά τα τρία κριτήρια δεν ικανοποιείται, οι χώρες πρέπει να μπορούν να αντισταθμίζουν το πρόβλημα μέσα από τη διαχείριση κοινών δημοσιονομικών πόρων, με τον τρόπο που μετριάζουν οι ομοσπονδιακές μεταβιβάσεις και οι φοροαπαλλαγές τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των Πολιτειών των ΗΠΑ.
Κατά την είσοδο του ευρώ το 1999, οι ιδρυτές του αγνόησαν σε γενικές γραμμές τη θεωρία αυτή. Εξέφρασαν την ελπίδα ότι το ίδιο το ευρώ θα οδηγούσε σε εναρμόνιση των οικονομιών και επιδίωξαν πρωτίστως να επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών. Σε κάποιο βαθμό οι ελπίδες τους δικαιώθηκαν: ο συσχετισμός των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ της Γερμανίας και άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης ενισχύθηκε μετά την εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος.
Η δεκαετία του 2000, ωστόσο, ανέδειξε πασιφανώς και τις αδυναμίες της Ευρώπης ως βέλτιστης νομισματικής ζώνης. Η άνοδος της Κίνας σαν παγκόσμιας παραγωγού βιομηχανικών αγαθών, για παράδειγμα, οδήγησε τις οικονομίες της Ευρωζώνης σε απόκλιση. Η Γερμανία που παρέχει στην Κίνα μηχανολογικό εξοπλισμό υψηλής ακρίβειας τον οποίο το Πεκίνο χρειάζεται για να στηρίξει την ανάπτυξή του, βίωσε μια εξαγωγική έκρηξη. Αντίθετα, άλλες χώρες που είχαν εστιάσει στην βιομηχανία χαμηλού κόστους – ιδίως η Ισπανία και η Πορτογαλία – βρέθηκαν με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, ως ένα βαθμό επειδή δεν μπορούσαν να μειώσουν τους μισθούς τόσο όσο χρειάζονταν για να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Κατά συνέπεια, δανείστηκαν χρήματα για να καλύψουν το κενό ανάμεσα σε ό,τι κατανάλωναν και σε ό,τι αγόραζαν, εξέλιξη που συνετέλεσε πολύ στο παρόν πρόβλημα του χρέους τους.
Η έλλειψη μιας ενιαίας εποπτείας του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης δημιούργησε επίσης προβλήματα που οι θεωρητικοί της βέλτιστης νομισματικής περιοχής δεν είχαν καταφέρει να προβλέψουν. Οι χαλαροί κανόνες δανεισμού επέτρεψαν στις τράπεζες της Ιρλανδίας, της Γερμανίας και άλλων κρατών να συσσωρεύσουν τεράστια βουνά επικίνδυνου χρέους, από ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια έως κρατικά χρεόγραφα όπως της Ελλάδας. Το κόστος διάσωσης αυτών των τραπεζών έφερε τα δημοσιονομικά της Ιρλανδίας στο όριο και μετέτρεψε την ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση από τοπική κρίση σε συστημική απειλή.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εισάγουν ήδη μεταρρυθμίσεις, μεταξύ αυτών τη θέσπιση μιας πανευρωπαϊκής αρχής εποπτείας του τραπεζικού συστήματος, την εισαγωγή αυστηρότερων ελέγχων των δημοσίων προϋπολογισμών, τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού ταμείου διάσωσης που χορηγεί έκτακτα δάνεια στις πιεσμένες κυβέρνησης και την εισαγωγή μηχανισμών στενότερου ελέγχου των εμπορικών ελλειμμάτων και της ανταγωνιστικότητας.
Αλλά οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα. Καταρχήν οι χώρες χρειάζονται κάποια κεφάλαια ασφαλείας για την περίπτωση που δεν συγχρονίζονται με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης – τα οποία θα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις για τις αμερικανικές Πολιτείες. Αν λάβουμε υπόψη την απροθυμία των Γερμανών φορολογουμένων να πληρώσουν για τη διάσωση των άλλων κρατών, δεν θα πρέπει να θεωρούμε πολιτικά εφικτή μια συγκεντροποίηση των δημοσιονομικών εξουσιών – του τύπου που πρότεινε την περασμένη βδομάδα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ κάνοντας λόγο για ένα ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών. Ο Μπάρι Άιχενγκριν πιστεύει ότι θα βοηθούσε η διεύρυνση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ως τα 500 δις ευρώ. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωζώνης πρέπει επίσης να επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να αυξάνουν τις δαπάνες τους στις αρνητικές συγκυρίες όσο περισσότερο μειώνουν τις δαπάνες τους τις καλές συγκυρίες, λέει ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Τζέφρι Φράνκελ.
Πέραν τούτων, χρειάζονται κίνητρα υπευθυνότητας για τους πιστωτές και τους δανειολήπτες. Θα βοηθούσε πολύ η εισαγωγή ενιαίων κανόνων που θα έθεταν όρια στον τραπεζικό δανεισμό. Σε ό,τι αφορά την πλευρά των δανειοληπτών, η πρόταση του κ. Φράνκελ είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παύει αυτομάτως να δέχεται ως εγγυήσεις τα κρατικά χρεόγραφα μιας χώρας εφόσον το δημόσιο έλλειμμα ή το χρέος της ξεπερνούν κάποια συγκεκριμένα επίπεδα. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα περιορίσει την επιρροή της πολιτικής και θα εκθέσει περισσότερο τις κυβερνήσεις στην πειθαρχία των αγορών.
Τέλος πολλά θα εξαρτηθούν από την βούληση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να παραιτηθούν από μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας. Δίχως μια τέτοια παραίτηση, η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση της Ευρωζώνης δεν θα είναι η τελευταία.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Οι ιερείς στην αρχαία Αίγυπτο ξύριζαν όλες τις τρίχες από το σώμα τους, ακόμα και από τα βλέφαρα!
Μπορεί η Ευρωζώνη να γίνει βέλτιστη νομισματική περιοχή;
Συντονιστής: Agrafos