Κατά τη διάρκεια του αργόσυρτου αυτού ατυχήματος το οποίο συνιστά τη δημοσιονομική κρίση της Ευρωζώνης δεν είναι η πρώτη φορά που οι Ευρωπαίοι πολιτικοί μπερδεύονται μόνοι τους σε μια προσπάθεια να ελαχιστοποιήσουν τις παράπλευρες ζημιές.
Σήμερα φοβούνται μήπως οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης και οι άλλες αυτοδιορισμένες εποπτικές αρχές των αγορών θα θεωρήσουν τη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών στο νέο πακέτο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας ως χρεοστάσιο. Αλλά τι νόημα έχει αυτό από τη στιγμή που δεν μπορούν να αποφύγουν την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και τις ζημιές των πιστωτών, εκτός κι αν είναι έτοιμοι να αρχίσουν οι ίδιοι να χρηματοδοτούν την Αθήνα στον αιώνα τον άπαντα και να υποστούν μεγάλες διαγραφές στα διακρατικά δάνεια που χορηγούν;
Αν δεν είναι, κάθε τρόπος με τον οποίο οι ιδιώτες επενδυτές θα συμμετάσχουν ‘ουσιαστικά’ στο νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα της ελληνικής κυβέρνησης μοιραία θα ανταποκρίνεται σε κάποιον από τους πολλούς ορισμούς του χρεοστασίου που έχουν εισάγει οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης τα τελευταία χρόνια. Και πράγματι, αν η μορφή που θα πάρει η συμμετοχή των ιδιωτών δεν ενεργοποιεί τουλάχιστον έναν απ’ αυτούς τους ορισμούς, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αξίζει καν τον κόπο. Μια ιδιαίτερα ασθενής συμμετοχή των ιδιωτών θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή αναταραχή στο μέλλον, χωρίς να προσφέρει κάποιο σοβαρό κέρδος.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο λοιπόν, σήμερα ή σε λίγους μήνες, θα εκδηλωθεί το ελληνικό χρεοστάσιο γιατί πολύ απλά η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Η μόνη πραγματική επιλογή είναι μεταξύ μιας ελεγχόμενης αναδιάρθρωσης και ενός ανεξέλεγκτου χρεοστασίου. Κι όσο περισσότερο καθυστερεί η απόφαση της διαγραφής ενός σημαντικού μέρους του ελληνικού χρέους, τόσο πιο πιθανό είναι πως οι Έλληνες και οι πολιτικοί τους θα χάσουν κάθε βούληση για μεταρρυθμίσεις και αποπληρωμή του χρέους τους – αν δεν την έχουν χάσει ήδη.
Υπάρχουν δύο βασικές όψεις σε κάθε διαπραγμάτευση για μια αναδιάρθρωση που διακρίνεται από το άτακτο χρεοστάσιο όπου μια κυβέρνηση απλά σταματά να πληρώνει είτε γιατί ξεμένει από ρευστότητα είτε γιατί ένα νέο καθεστώς αναλαμβάνει την εξουσία και αρνείται τα χρέη του προηγούμενου.
Η μία είναι να πιστέψουν οι ιδιώτες επενδυτές πως είναι προς το συμφέρον τους να αναλάβουν μια γνωστού μεγέθους διαγραφή του κεφαλαίου τους τώρα, ως εναλλακτική λύση σε μια άγνωστη και ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερη ζημιά που τους περιμένει αργότερα. Η άλλη είναι, σε αντάλλαγμα για τη διαγραφή, να ανανεωθεί η δέσμευση του κόσμου στην αποκατάσταση των δημοσίων οικονομικών του κράτους.
Το να ζητάς από ανθρώπους που ποτέ στο παρελθόν δεν πλήρωσαν τους φόρους τους να πληρώσουν φόρους δίχως αυτό να τους αποδίδει μια προβλέψιμη στο ορατό μέλλον βελτίωση των υπηρεσιών που απολαμβάνουν ή να αποπληρώσουν ως το τελευταίο σεντ χρέη για τα οποία ποτέ δεν ένιωσαν πλήρως υπεύθυνοι, δεν είναι ρεαλιστική στρατηγική. Δεν απέδωσε ποτέ και η Ελλάδα δεν πρόκειται να γίνει η πρώτη εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα.
Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη δεν πρέπει να εστιάζει στο αν η μορφή που θα πάρει η συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών θα οδηγήσει έναν ή περισσότερους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης ή μια χρηματιστηριακή κοινότητα να δηλώσουν χρεοστάσιο ή πιστωτικό γεγονός. Οι αποφάσεις αυτών των οργανισμών έχουν βεβαίως επιπτώσεις στη σταθερότητα της Ευρωζώνης, ενδεχομένως και στη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά αυτά τα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να αγνοήσουν πλήρως το αν η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα θα οριστεί από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης ως χρεοστάσιο επειδή δεν υπάρχει σχεδόν καμία μορφή συμμετοχής ιδιωτών που να μην ορίζεται έτσι, κι αυτό γιατί οι οίκοι εστιάζουν στο αν υπάρχει αλλαγή στους όρους κάποιων χρεογράφων και αν οι νέοι προσφερόμενοι όροι είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους παλαιότερους. Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης θεωρούν ότι καμιά αλλαγή στους όρους δεν μπορεί να είναι όντως εθελοντική, γιατί κανένας δεν δέχεται εθελοντικά μια μεταβολή που του αποδίδει μικρότερα έσοδα ή την αποπληρωμή μικρότερου μέρους του κεφαλαίου σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Σε αυτή την προσέγγιση σαφώς υπάρχει μια λογική που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, αλλά δεν μας βοηθά σε τίποτα να απαντήσουμε ερωτήματα για το πώς οι πιστωτές και οι δανειολήπτες μπορούν να διαπραγματευτούν καταστάσεις του πραγματικού κόσμου όπου ένας δανειολήπτης χάνει τη φερεγγυότητά του. Αυτό δηλαδή που δεν εκτιμούν και δεν μπορούν να εκτιμήσουν οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης είναι το αν οι νέοι όροι είναι πιο ευνοϊκοί από κάποιους άλλους όρους, εναλλακτικούς προς αυτούς, στο παρόν και άρα επιθυμητοί.
Οι τράπεζες και οι άλλοι επενδυτές έχουν συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να συμβάλουν κι αυτοί στην ανακούφιση της ελληνικής χρηματοδοτικής κρίσης στα επόμενα χρόνια και ίσως να μην χάσουν το χρόνο τους με ερωτήματα σχετικά με το αν αυτό ενέχει κάποιου τύπου χρεοστάσιο. Αυτό που πραγματικά τις νοιάζει είναι ποιος θα είναι ο συνολικός διακανονισμός με την Ελλάδα και πώς θα βγει η χώρα από το αδιέξοδο προκειμένου να μη χάσουν περισσότερα χρήματα στη συνέχεια.
Κι ούτε θα έπρεπε οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα επηρεάζονται τόσο πολύ από τις πιθανές κρίσεις των αγορών παραγώγων και των επιτροπών τους, που αποφασίζουν αν η αλλαγή των όρων συνιστά πιστωτικό γεγονός που μπορεί να ενεργοποιήσει την πληρωμή των συμβολαίων ασφάλισης έναντι κινδύνου πτώχευσης (CDS). Εφόσον – το ξαναλέμε – οι πολιτικοί δεν είναι έτοιμοι να βάλουν τα κράτη μόνα τους όλα τα χρήματα, ή να αναδιαρθρώσουν τα δικά τους δάνεια προς την Ελλάδα, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, και τελικά δεν είναι και σαφές γιατί θέλουμε να το αποφύγουμε. Προφανώς, όποιος πούλησε ασφάλεια για το ελληνικό χρέος την επαύριον της κατάρρευσης των Lehman, θα έχει τα χρήματα να τηρήσει τα συμβόλαια του, κι αν δεν τα έχει, ο κόσμος θα είναι σίγουρα καλύτερο να απαλλαγεί απ’ αυτόν.
Με το δεύτερο πακέτο χρηματοδότησης προς την Αθήνα η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να δηλώσουν τα όρια των κονδυλίων και του χρόνου χρηματοδότησης που είναι διατεθειμένοι να παράσχουν στην ελληνική κυβέρνηση. Από τη στιγμή που θα υπάρχουν αυτές οι πληροφορίες, η κυβέρνηση και οι πιστωτές πρέπει να επεξεργαστούν ένα σχέδιο για το πόσο μεγάλο μέρος του χρέους μπορεί να πληρώσει η Αθήνα και σε ποια χρονική περίοδο.
Ό,τι συμφωνήσουν θα έχει επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, την αγορά των CDS, τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης και πιθανότατα άλλα κράτη του κόσμου καθώς και για τους μετόχους πάρα πολλών τραπεζών. Αλλά χωρίς αυτά τα βήματα, δεν θα ανοίξει ο δρόμος για έξοδο από την κρίση και όσο πιο σύντομα γίνουν γνωστές, μετρήσιμες και άρα διαχειρίσιμες οι επιπτώσεις τους, τόσο καλύτερα θα είναι για όλους μας.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Ο άνθρωπος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη φωτιά πριν από 1,6 εκατ. χρόνια!
Η τακτική των αναβολών δεν θα λύσει το ελληνικό δράμα
Συντονιστής: Agrafos