Μερικές φορές οι Ευρωπαίοι κάνουν σαν να έχουν μόνο αυτοί ιστορία… Η αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, τα άγχη της ειρήνης του Μεσοπολέμου, η ανάκαμψη από τις καταστροφές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η σημερινή εξαγωγική άνθηση της Γερμανίας. Αλλά ίσως τα ιστορικά διδάγματα που χρειάζεται η Ευρώπη να βρίσκονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις Ηνωμένες Πολιτείες του 18ου και στη Βραζιλία του 20ου αιώνα.
Εδώ κι ένα χρόνο, στα μάτια των προσεκτικών παρατηρητών η Ευρώπη μοιάζει εγκλωβισμένη σε κάτι θα μπορούσε να περιγραφεί ως … τριπλή άρνηση:
• Όχι στην υποτίμηση του νομίσματος, που σημαίνει πως η Ελλάδα και η Πορτογαλία δεν μπορούν να βγουν από το ευρώ για να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους προκειμένου να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
• Όχι στις χρεοκοπίες που σημαίνει ότι οι κάτοχοι των ομολόγων πρέπει να αποπληρωθούν στο ακέραιο.
• Όχι στις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις που σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι των πλούσιων κρατών του Βορρά όπως η Γερμανία και η Γαλλία δεν θα σώσουν τους εταίρους της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η συμφωνία της 21ης Ιουλίου, που προβλέπει την επιλεκτική χρεοκοπία της Ελλάδας και την επέκταση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, υποδεικνύει πως η Ευρώπη είναι έτοιμη να διαρρήξει τη δεύτερη και τρίτη της αρχή προκειμένου να προστατέψει την πρώτη. Αυτό είναι κατανοητό. Από τη στιγμή που η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης θα βγει από το ενιαίο νόμισμα, το ευρωπαϊκό πείραμα θα αρχίσει να διατρέχει κίνδυνο ολικής διάρρηξης. Η νομισματική ένωση είναι ο ισχυρότερος δεσμός ανάμεσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ένας από τους λίγους ευρωπαϊκούς θεσμούς που λειτουργούν καλά.
Αλλά οι εντάσεις ανάμεσα στην ύπαρξη ενός κοινού νομίσματος και μιας κοινής τράπεζας με παράλληλη άσκηση ανεξάρτητων δημοσιονομικών πολιτικών είναι εξαιρετικά επίπονες. Και αυτό το είχε καταλάβει τόσο ο Αλεξάντερ Χάμιλτον τον 18ο αιώνα, όπως επίσης κι ο πρόεδρος της Βραζιλίας στο διάστημα 1995-2000 Ενρίκε Καρντόζο.
Ένα ιστορικό δίδαγμα για την Ευρώπη: Το 1790 η αμερικανική κυβέρνηση είχε χρέος 54 εκατομμυρίων δολαρίων και οι 13 ανεξάρτητες Πολιτείες είχαν χρέος 25 εκατομμυρίων δολαρίων. Το συνολικό χρέος έφτανε το 42% του ΑΕΠ τους και ο τότε Υπουργός Οικονομικών Αλεξάντερ Χάμιλτον πρότεινε να αναλάβει η κεντρική κυβέρνηση τα πολεμικά χρέη των Πολιτειών. Υποστήριξε πως επρόκειτο για ‘ορθό πολιτικό μέτρο και μέτρο ουσιαστικής δικαιοσύνης’ το οποίο ‘θα συνέβαλε σε έναν σταθερό και ικανοποιητικό διακανονισμό των εθνικών οικονομικών’.
Ο Τζέιμς Μάντισον και ο Τόμας Τζέφερσον αντιτάχθηκαν στην πρόταση του Χάμιλτον. Ένας από τους λόγους ήταν ότι η δική τους Πολιτεία, η Βιρτζίνια, είχε αποπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της σε αντίθεση με άλλες Πολιτείες. Αλλά τελικά αποδέχτηκαν έναν συμβιβασμό με αμοιβαίες υποχωρήσεις: εκείνοι δέχτηκαν την ανάληψη όλων των χρεών από την κεντρική κυβέρνηση, και ο Χάμιλτον δέχτηκε τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ενιαίου κράτους από τη Νέα Υόρκη που ήταν η δική του θετή Πολιτεία,
στην Ουάσιγκτον. Το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση της κεντρικής κυβέρνησης, η γένεση αυτού που στη συνέχεια εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων του κόσμου αλλά και η διασφάλιση επαρκών πιστώσεων προκειμένου οι νέες τότε Ηνωμένες Πολιτείες να χρηματοδοτήσουν την εξαγορά της Λουϊζιάνας από τη Γαλλία.
Δύο αιώνες αργότερα ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ενρίκε Καρντόζο είχε να αντιμετωπίσει ισχυρές πιέσεις στη χώρα του εξαιτίας των χρηματοπιστωτικών κρίσεων που σάρωναν το Μεξικό, την Αργεντινή και την Ασία. Η οικονομία της Βραζιλίας επιβαρύνονταν επίσης από τα υψηλά χρέη των τοπικών κυβερνήσεων που είχαν δανειστεί πολύ περισσότερα απ’ όσα τα φορολογικά τους έσοδα τους επέτρεπαν να αποπληρώσουν. Σύμφωνα με μια έκθεση των οικονομολόγων Φάμπιο Τζιαμπάγκι και Μάρτσιο Ρόντσι που δημοσιεύτηκε το 2004 από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ‘η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πείστηκε ότι θα έπρεπε να αναλάβει ενεργό ρόλο στη δημοσιονομική μεταρρύθμιση των ομόσπονδων κρατών προκειμένου να αποτρέψει μια συστημική κρίση’.
Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος χρειάστηκε πέντε χρόνια προκειμένου να καταλήξει σε συμφωνία με τα κράτη και τους μεγάλους δήμους της Βραζιλίας αλλά στο τέλος συμφώνησε η μεν κεντρική κυβέρνηση να αναλάβει τη χρηματοδότηση των χρεών τους σε αντάλλαγμα για μεταρρυθμίσεις στην λογιστική απεικόνιση της δημοσιονομικής θέσης των κρατών, τις δαπάνες τους και τις φορολογικές πρακτικές τους. Η οικονομία της Βραζιλίας πέρασε βεβαίως έκτοτε από διάφορους ανοδικούς και καθοδικούς κύκλους και δεν ήταν αυτή η μόνη σημαντική αλλαγή, αλλά όλα μαζί βοήθησαν τη χώρα να αντέξει τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 καλύτερα από πολλές άλλες.
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια κεντρική κυβέρνηση που χρησιμοποιεί την αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών προκειμένου να επιβάλει δημοσιονομική πειθαρχία και να ενισχύσει την εξουσία του κέντρου. Για την Ευρώπη το κόστος της συνέχισης της νομισματικής ένωσης θα είναι η ενίσχυση της δημοσιονομικής ένωσης. Στο τέλος, αναπόφευκτα τα χρήματα των πλουσίων θα πάνε προς τους ασθενείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είτε ευθέως, είτε μέσω της διάσωσης των τραπεζών του Βορρά που παρείχαν δάνεια στις κυβερνήσεις των κρατών του Νότου και των οποίων η δημοσιονομική αυτονομία – εξίσου αναπόφευκτα – θα περιοριστεί.
Ενδεχομένως οι Ευρωπαίοι να έχουν αρχίσει να το καταλαβαίνουν. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί μπορεί να διαψεύδουν την έκδοση ευρωομολόγου και κάθε άλλου μέτρου που κινείται προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής ένωσης, έχουν αρχίσει όμως να μιλούν για την ανάγκη ενός ισχυρότερου ευρωπαϊκού κέντρου.
Με όλα της τα προβλήματα, η Ευρώπη έχει και τα ισχυρά της σημεία. Σαν σύνολο τα βασικά δημοσιονομικά της μεγέθη είναι καλά. Το δημόσιο χρέος όλων των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης φτάνει στο 85% του ΑΕΠ τους και σαν ομάδα έχουν δημοσιονομικό πλεόνασμα (συμπεριλαμβανομένων των τοκοχρεολυσίων) της τάξης του 3,2% του ΑΕΠ, είναι δηλαδή πολύ πιο υγιής οικονομικά από την Αμερική και τη Βρετανία.
Το πρόβλημα της Ευρώπης είναι όμως πολιτικό. Σε αντίθεση με την Αμερική και τη Βραζιλία, η Ευρώπη δεν διαθέτει ακόμα μια λειτουργική κεντρική κυβέρνηση ούτε και κράτη έτοιμα να τη δημιουργήσουν. Υπάρχει περίπτωση να αναλάβει ένα τέτοιο έργο ο γαλλογερμανικός άξονας;
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Η μαζική παραγωγή ρολογιών ξεκίνησε στις Η.Π.Α. το 1860. Σήμερα, η παγκόσμια παραγωγή ξεπερνάει τα 500 εκατομμύρια ρολόγια ετησίως.
Αμερικάνικα ιστορικά διδάγματα για την Ευρωζώνη
Συντονιστής: Agrafos