Σελίδα 1 από 1

Μπορεί η «Πρωτοβουλία της Βιέννης» να προκαλέσει πτώχευση ή πιστωτικό επεισόδιο;

Δημοσιεύτηκε: Δευ 06 Ιουν 2011, 08:56
από Admin
Το τελευταίο διάστημα και όσο μία λύση στο πρότυπο της Πρωτοβουλίας της Βιέννης προωθείται για την Ελλάδα, έχουν υπάρξει μία σειρά δημοσιευμάτων σχετικά με το αν ένα τέτοιο σχέδιο μπορεί να οδηγήσει, τελικά, στην πτώχευση της χώρας, αν οι επενδυτές αρνηθούν να συμμετάσχουν ή στην ενεργοποίηση πιστωτικού γεγονότος, αν η συμμετοχή τους γίνει μη εθελοντικά, οδηγώντας είτε στο 'τέλος του έργου' είτε μπροστά σε ένα νέο πρόβλημα αξίας 70 δις δολαρίων, όσο δηλαδή είναι το ύψος των ασφαλίστρων των ελληνικών ομολόγων.
Το σχέδιο για την πρωτοβουλία της Βιέννης δεν είναι τίποτε άλλο από μία συμφωνία επιμήκυνσης του χρέους, κατά την οποία οι κάτοχοι ελληνικών κρατικών ομολόγων τα αντικαθιστούν με νέα ομόλογα όταν αυτά λήξουν. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας το σχέδιο αναφέρεται στα ομόλογα που λήγουν μεταξύ της περιόδου 2012-2014.
Πολλά δημοσιεύματα αναφέρουν πως το κρίσιμο σημείο είναι το αν αυτή η συμφωνία θεωρηθεί από τους οίκους αξιολόγησης εθελοντική. Σε έκθεση του ο οίκος S&P υποστηρίζει πως η ενδεχόμενη παράταση της περιόδου λήξης των ελληνικών ομολόγων (αναδιάταξη - reprofiling) θα συνιστούσε χρεοκοπία, «καθώς το κράτος θα πληρώσει λιγότερα σε σχέση με τους αρχικούς όρους της συμφωνίας» και ότι η ενδεχόμενη εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, δηλαδή η λύση που προωθείται για την Ελλάδα, θα αποτελούσε επίσης χρεοκοπία, εάν οι επενδυτές έχουν δεχτεί πιέσεις να αποδεχθούν τη συμφωνία γιατί φοβούνται χειρότερες επιπτώσεις.
Το κλειδί στην ερμηνεία της έκθεσης της S&P, ωστόσο, είναι πως σε αυτήν εκθέτονται τα δικά της και μόνο κριτήρια για το εάν μία συμφωνία συνιστά χρεοκοπία και όχι εκείνα των κατόχων ομολόγων ή του ISDA, του οργανισμού που αποφασίζει αν έχει σημειωθεί πιστωτικό γεγονός ώστε να υπάρξει υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων στους κατόχους CDS. Και όπως είχε σημειωθεί σε προηγούμενη ανάλυση το πιθανότερο είναι πως η S&P θα προχωρήσει στην υποβάθμιση των ελληνικών ομολόγων στην κατηγορία της βαθμίδας C και πιθανόν και D, δηλαδή θα ανακηρύξει τη χώρα σε 'πτώχευση', ασχέτως αν αυτή εξακολουθεί να πληρώνει το χρέος της ή όχι.
Από ένα σημείο και μετά, ωστόσο, οι όποιες επιπλέον υποβαθμίσεις της S&P και των άλλων οίκων αξιολόγησης χάνουν τη σημασία τους και αυτό που μένει να μετρά είναι αν η ΕΚΤ, η ΕΕ, το ΔΝΤ και οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων θεωρούν πως η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι φερέγγυα ή όχι αλλά και αν ενεργοποιείται πιστωτικό γεγονός που θα οδηγήσει στην ανάγκη για πληρωμή αποζημιώσεων σε όσους κατέχουν ελληνικά CDS.
Ήδη, η Moody's με την τελευταία τριπλή υποβάθμιση της Ελλάδας την έχει κατατάξει στην κατηγορία των βαθμίδων C και η αντίδραση των επενδυτών ήταν να αγοράσουν και όχι να πουλήσουν ελληνικά ομόλογα, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία γι' αυτήν την εξέλιξη. Μάλιστα, τα επιτόκια και οι τιμές των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται σε τέτοια επίπεδα που οι φόρμουλες που χρησιμοποιούν οι πιστωτικοί οίκοι τα κατατάσσουν ακόμη χαμηλότερα απ' ότι οι μέχρι στιγμής αξιολογήσεις κάτι που συνεπάγεται πως οι όποιες νέες υποβαθμίσεις έχουν ήδη ενσωματωθεί στις τρέχουσες τιμές και δεν αναμένεται να εκπλήξουν του επενδυτές.
Εξετάζοντας, λοιπόν, την ουσία του προβλήματος διαπιστώνουμε τη φθίνουσα σημασία των εκθέσεων των οίκων αξιολόγησης και την αύξουσα σημασία των εκθέσεων και των εκτιμήσεων της Τρόικας, των κατόχων ελληνικών ομολόγων και της αγοράς ασφαλίστρων χρέους. Με την Τρόικα να αποτελεί, πλέον, ένα γνωστό 'κακό', με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση έχει μάθει να ζει και να διαπραγματεύεται, η άγνωστη απειλή είναι οι ιδιώτες κάτοχοι ελληνικού χρέους και η αγορά ασφαλίστρων χρέους.
Αντίθετα με με ό,τι υποστηρίζεται στα περισσότερα δημοσιεύματα στο διεθνή τύπο, ωστόσο, η 'απειλή' αυτή είναι πολύ μικρότερη απ' όσο παρουσιάζεται και το πιθανότερο είναι πως δε θα δημιουργήσει πρόβλημα στην Ελλάδα, παρά τις αντίθετες προβλέψεις. Ξεκινώντας από τους ιδιώτες κατόχους ελληνικού χρέους, η Ελλάδα θα πρέπει, κατ' αρχήν, να θεωρεί δεδομένη τη συνεργασία των ελληνικών τραπεζών στο σχέδιο μετακύλισης του. Αυτό, από μόνο, του παρέχει μία μεγάλη ανάσα. Όσον αφορά στους ξένους κατόχους ελληνικών ομολόγων, η λύση που προτείνεται γι' αυτούς σήμερα είναι, μάλλον, η καλύτερη δυνατή.
Σύμφωνα με έκθεση του Harvard για την επίλυση προβλημάτων αποπληρωμής κρατικού χρέους, ο ‘ιδανικός’, ίσως, τρόπος, φαίνεται να είναι η πρόταση για εθελοντική ανταλλαγή των παλιών ομολόγων, για τα οποία υπάρχει δυσκολία αποπληρωμής εις ολόκληρο και στην ώρα τους, με νέα ομόλογα. Αν οι δανειστές αρνηθούν να συμμετάσχουν στην εθελοντική ανταλλαγή, τότε κινδυνεύουν διπλά, σύμφωνα με την έκθεση. Από τη μία υπάρχει ο κίνδυνος να συμφωνήσει το 75% των υπόλοιπων δανειστών και έτσι αυτοί που δε συμμετείχαν να μείνουν με τα παλιά ομόλογα, τα οποία θα πρέπει να επισπεύσουν, οδηγούμενοι σε μία πολυετή δικαστική διαμάχη και από την άλλη αν η πλειοψηφία των δανειστών δε συμμετέχει στην εθελοντική ανταλλαγή, το κράτος, κατά πάσα πιθανότητα, θα πτωχεύσει και κινδυνεύουν όλοι να χάσουν σημαντικό τμήμα του κεφαλαίου τους και φυσικά να οδηγηθούν σε μία πολυετή δικαστική διαμάχη.
Όλα τα παραπάνω αφορούν σε περιπτώσεις που το δίκαιο που διέπει το κρατικό χρέος δεν είναι αυτό του δανειολήπτη αλλά το αγγλικό ή αυτό του δανειστή. Ακόμη και σε αυτήν τη, μη πλεονεκτική, για τον δανειολήπτη περίπτωση, η έκθεση αναφέρει πως η εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων είναι, μάλλον, η ιδανική λύση και για τους δανειστές.”
Αν, λοιπόν, τα συμπεράσματα της έκθεσης του Harvard είναι ορθά, τότε η λύση που προωθείται είναι, μάλλον, η πιθανότερη να ευοδώσει και να γίνει αποδεκτή από τους κατόχους ελληνικού χρέους, χωρίς να χρειαστεί να δοθούν ανταλλάγματα ή να προχωρήσει η κυβέρνηση στην εγγύηση των ομολόγων με υποθήκες στη δημόσια περιουσία. Μπορεί να αλλάξει το status των ομολογιούχων έτσι ώστε να είναι 'προτιμώμενοι δανειστές' και να προσαρμοστεί το ύψος της αποπληρωμής έτσι ώστε να μην υπάρξει απώλεια και αυτά είναι αρκετά. Αν η Ελλάδα διαπραγματευτεί σωστά τότε θα αποφύγει οποιαδήποτε άλλη δέσμευση.
Το τελευταίο ερώτημα που μένει αναπάντητο, είναι αν η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου προκαλέσει θέμα πληρωμής αποζημιώσεων των ασφαλίστρων των ελληνικών ομολόγων. Η έκθεση του Harvard είναι αποκαλυπτική όσον αφορά σε αυτό το ενδεχόμενο και αναφέρει σχετικά: “Σύμφωνα με δεδικασμένο στα αμερικανικά δικαστήρια, μετά από μία εθελοντική ανταλλαγή χρέους δεν τίθεται θέμα πληρωμής ασφαλίστρων χρέους ούτε σε αυτούς που συμμετείχαν αλλά ούτε και σε αυτούς που δε συμμετείχαν σε αυτήν. Η συλλογιστική του δικαστηρίου στην απόρριψη σχετικού αιτήματος από δανειστή που συμμετείχε σε εθελοντική αναδιαπραγμάτευση ήταν πως α) δεν υπήρξε υποχρεωτική συμμετοχή και β) δεν υπήρξε καν αλλαγή των όρων της αρχικής δανειακής σύμβασης αφού αυτή δεν καταργήθηκε αλλά ανταλλάχτηκε με νέα.
Πέρα από τα όσα αναφέρει η συγκεκριμένη έκθεση, ωστόσο, υπάρχει και η εμπειρία άλλων περιπτώσεων εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων, όπου τα CDS δεν ενεργοποιήθηκαν. Μία από αυτές είναι η περίπτωση της Μολδαβίας (2002). Τέλος, η ίδια η νομοθεσία του ISDA που είναι και ο αρμόδιος οργανισμός για να αποφανθεί αν έχει υπάρξει ή όχι πιστωτικό γεγονός, είναι σαφής και ορίζει πως στην περίπτωση μη δεσμευτικής ήπιας αναδιάρθρωσης δεν υπάρχει ενεργοποίηση πληρωμής ασφαλίστρων.
Μα ακόμη και αν κάποιος από τους κατόχους ελληνικού χρέους 'ποντάρει' στην πτώχευση της Ελλάδας ώστε να πληρωθεί, αυτό δεν είναι απαραίτητο πως θα συμβεί. Στην περίπτωση του Εκουαδόρ, για παράδειγμα, το οποίο αρνήθηκε το 2008 να πληρώσει ομόλογα ύψους, περίπου, 3,5 δις δολαρίων με αποτέλεσμα να υπάρξει πιστωτικό γεγονός, οι κάτοχοι ασφαλίστρων έλαβαν μόλις το 31,375% του κεφαλαίου τους και φυσικά έχασαν το υπόλοιπο.
Έτσι, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως η λύση που προωθείται στα πρότυπα της Πρωτοβουλίας της Βιέννης δεν είναι πιθανό να προκαλέσει πτώχευση της Ελλάδας ούτε πιστωτικό γεγονός. Το κυριότερο, όμως, είναι πως υπό τις τρέχουσες συνθήκες η λύση αυτή είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα αλλά πολύ πιο ευνοϊκή για τους δανειστές. Γι' αυτό και οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνουν έτσι ώστε να μη δοθούν περιττά ανταλλάγματα τα οποία το μόνο που θα κάνουν θα είναι να επιβαρύνουν άσκοπα την ελληνική πλευρά και να αυξήσουν το ρίσκο μονομερώς, δηλαδή μόνο για την Ελλάδα.