Οι Ευρωπαίοι χρειάζονται τώρα ένα σχέδιο Β
Δημοσιεύτηκε: Τρί 12 Ιούλ 2011, 11:09
Η Ευρωπαϊκή Ένωση γεννήθηκε μέσα απ’ αυτό που ο Καρλ Πόπερ είχε αποκαλέσει ‘σταδιακή κοινωνική μηχανική’. Μια ομάδα πολιτικών, που έβλεπαν μακριά, εμπνεύστηκαν το όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης και αναγνωρίζοντας πως αυτό το ιδανικό θα μπορούσαν να το προσεγγίσουν μόνο σταδιακά, έθεσαν περιορισμένους στόχους, κινητοποιώντας την απαιτούμενη πολιτική βούληση για να τους πετύχουν και υπογράφοντας συνθήκες που ζητούσαν από τα κράτη να παραδώσουν τόση εθνική κυριαρχία όση άντεχαν πολιτικά. Και έτσι η μεταπολεμική Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα μετατράπηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση – με ένα βήμα κάθε φορά και κατανοώντας ότι το κάθε βήμα ήταν ανολοκλήρωτο και θα απαιτούσε περαιτέρω βήματα στην κατάλληλη στιγμή.
Οι αρχιτέκτονες της ΕΕ παρήγαγαν την αναγκαία πολιτική βούληση αντλώντας από τις μνήμες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και τα οικονομικά οφέλη της περαιτέρω ολοκλήρωσης. Η διαδικασία τροφοδοτήθηκε από την ίδια της την επιτυχία και, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ενισχύθηκε δραστικά χάρη στην προοπτική της γερμανικής ενοποίησης.
Η Γερμανία αναγνώρισε ότι θα μπορούσε να ενωθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης και ήταν πρόθυμη να πληρώσει το αντίτιμο. Με τους Γερμανούς πρόθυμους να βοηθήσουν στη συνδιαλλαγή των αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων βάζοντας από την πλευρά τους λίγα παραπάνω πράγματα στο τραπέζι, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έφτασε στο απόγειο της με τη συνθήκη του Μάαστριχτ και την εισαγωγή του ευρώ.
Αλλά το ευρώ ήταν ένα ανολοκλήρωτο νόμισμα: διέθετε κεντρική τράπεζα αλλά όχι κεντρικό Υπουργείο Οικονομικών. Οι αρχιτέκτονες του είχαν πλήρη συνείδηση αυτού του ελαττώματος αλλά πίστευαν πως όταν θα προέκυπτε η ανάγκη, θα εμφανίζονταν η αναγκαία πολιτική βούληση προκειμένου να γίνει το επόμενο βήμα.
Αυτό όμως δεν έγινε επειδή το ευρώ είχε κι άλλα ελαττώματα που οι αρχιτέκτονες του δεν είχαν αντιληφθεί. Οι αρχιτέκτονες του ευρώ εργάστηκαν στο πλαίσιο της παρανόησης ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορούν να διορθώνουν τις υπερβολές τους, επομένως σχεδίασαν κανόνες με σκοπό τη χαλιναγώγηση των υπερβολών μόνο του δημόσιου τομέα. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, βασίστηκαν υπερβολικά στην αυτο-αστυνόμευση των εθνικών κρατών.
Οι υπερβολές του ευρώ, ωστόσο, προέκυψαν κυρίως στον ιδιωτικό τομέα καθώς η σύγκλιση των επιτοκίων τροφοδότησε την απόκλιση των οικονομιών. Η μείωση των επιτοκίων στις ασθενείς χώρες τροφοδότησε μεγάλες φούσκες της αγοράς ακινήτων ενώ η ισχυρότερη χώρα, η Γερμανία, έπρεπε να σφίξει το ζωνάρι προκειμένου να τα βγάλει πέρα με το οικονομικό βάρος της ενοποίησης. Επιπλέον ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπέκυψε πλήρως στη διάδοση νοσηρών χρηματοπιστωτικών εργαλείων και προβληματικών δανειοδοτικών πρακτικών.
Με την ολοκλήρωση της ενοποίησης της Γερμανίας εξέλειψε η βασική δυναμική πίσω από τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Και στη συνέχεια ήρθε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που οδήγησε σε μια διαδικασία αποδιάρθρωσης. Η κρίσιμη στιγμή ήταν μετά την κατάρρευση των Lehman Brothers όταν οι αρχές έπρεπε να εγγυηθούν ότι κανένα άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα συστημικής σημασίας δεν θα αφήνονταν να πτωχεύσει. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ επέμενε να μην δοθούν κοινές ευρωπαϊκές εγγυήσεις. Κάθε χώρα έπρεπε να φροντίσει τα δικά της ιδρύματα. Αυτή στάθηκε η ρίζα της σημερινής κρίσης του ευρώ.
Η χρηματοπιστωτική κρίση υποχρέωσε τα κράτη να υποκαταστήσουν με κρατικό δανεισμό τον ιδιωτικό δανεισμό που είχε καταρρεύσει και κάθε ευρωπαϊκό κράτος κλήθηκε να το κάνει αυτό με τις δικές του δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν να τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων. Τα πρίμιουμ κινδύνου που πλήρωναν τα κράτη διευρύνθηκαν και η Ευρωζώνη μοιράστηκε ανάμεσα σε χώρες πιστωτές και χώρες δανειολήπτριες. Η Γερμανία έκανε στροφή 180 μοιρών στην πραγματικότητα και από εκεί που ήταν ο βασικός μοχλός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έγινε ο βασικός αντίπαλος μιας ‘ένωσης μεταβιβάσεων’.
Αυτό όμως δημιούργησε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων με τις χρεωμένες χώρες να βουλιάζουν κάτω από το βάρος των υποχρεώσεών τους και τις πλεονασματικές χώρες να παίρνουν κεφάλι. Η Γερμανία ως μεγαλύτερος πιστωτής μπορούσαν να υπαγορεύσει τους όρους της βοήθειας που υπήρξαν τιμωρητικοί και έβαλαν τις χώρες δανειολήπτριες στο δρόμο προς την αφερεγγυότητα. Εντωμεταξύ η Γερμανία επωφελούνταν από την κρίση της Ευρωζώνης που πίεζε την ισοτιμία του ευρώ και ενίσχυε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της.
Καθώς η ολοκλήρωση έδινε τη θέση της στην αποδιάρθρωση, αντιστράφηκε και ο ρόλος του ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου: από εκεί που ηγείτο των διαδικασιών για περαιτέρω ενοποίηση, άρχισε να υπερασπίζεται το στάτους κβο. Κατά συνέπεια όποιος θεωρεί το στάτους κβο ανεπιθύμητο, απαράδεκτο ή απλά μη βιώσιμο υποχρεώνεται να υιοθετήσει αντι-ευρωπαϊκή στάση. Και καθώς οι υπερχρεωμένες χώρες ωθούνται στην αφερεγγυότητα, ο αριθμός των χωρών που δεν έχουν πληγεί συνεχίζει να αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται η υποστήριξη προς αντιευρωπαϊκά κόμματα, όπως είναι οι Αληθινοί Φιλανδοί στη Φιλανδία.
Παρόλα αυτά το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης συνεχίζει να υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση στο στάτους κβο. Οι χρηματοπιστωτικές αρχές καταφεύγουν σε όλο και πιο απελπισμένα μέτρα προκειμένου να αγοράσουν χρόνο. Αλλά ο χρόνος δουλεύει εναντίον τους. Η Ευρώπη των δύο ταχυτήτων οδηγεί τα κράτη μέλη της όλο και πιο μακριά. Η Ελλάδα κατευθύνεται προς μια άτακτη χρεοκοπία με ή χωρίς νομισματική υποτίμηση και με συνέπειες που κανείς ακόμα δεν μπορεί να εκτιμήσει.
Για να σταματήσει και να αντιστραφεί αυτή η ανελέητη διαδικασία τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρωζώνη πρέπει επειγόντως να υιοθετήσουν ένα σχέδιο Β. Η ελληνική χρεοκοπία μπορεί να είναι αναπόφευκτη αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να είναι άτακτη. Κι ενώ είναι επίσης αναπόφευκτη κάποια ‘μόλυνση’ – ό,τι θα συμβεί στην Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να συμβεί και στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία επειδή οι οικονομικές τους θέσεις δεν είναι βιώσιμες – η υπόλοιπη Ευρωζώνη πρέπει να προστατευθεί. Αυτό σημαίνει ενίσχυση της Ευρωζώνης και πιθανότατα απαιτεί ευρύτερη χρήση των ευρωομολόγων και εισαγωγή ενός πανευρωπαϊκού σχήματος εγγύησης καταθέσεων.
Απαιτείται πλέον ένα σχέδιο Β και για την ίδια την ΕΕ. Οι ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να επιστρέψουν στα πρότυπα που οδήγησαν στη δημιουργία της Ένωσης αναγνωρίζοντας ότι η κατανόηση της πραγματικότητας που έχουμε είναι εγγενώς ατελής, ότι οι αντιλήψεις μας τείνουν να είναι μεροληπτικές και ότι οι θεσμοί μας μπορεί να έχουν προβλήματα. Μια ανοιχτή κοινωνία δεν θεωρεί τους ισχύοντες διακανονισμούς ιερούς. Επιτρέπει την εύρεση και εφαρμογή εναλλακτικών λύσεων όταν οι διακανονισμοί αυτοί αποτυγχάνουν.
Θα ήταν ίσως δυνατό να κινητοποιηθεί μια φιλοευρωπαϊκή σιωπηλή πλειοψηφία που θα στηρίξει την ιδέα ότι όταν το στάτους κβο δεν είναι πλέον υπερασπίσιμο, θα πρέπει να αναζητούμε μια κοινή ευρωπαϊκή λύση αντί για πολλές διαφορετικές εθνικές. Οι ‘Αληθινοί Ευρωπαίοι’ πρέπει να ξεπεράσουν σε αριθμό τους Αληθινούς Φιλανδούς και τους άλλους αντιευρωπαϊστές της Γερμανίας και των άλλων κρατών.
Οι αρχιτέκτονες της ΕΕ παρήγαγαν την αναγκαία πολιτική βούληση αντλώντας από τις μνήμες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και τα οικονομικά οφέλη της περαιτέρω ολοκλήρωσης. Η διαδικασία τροφοδοτήθηκε από την ίδια της την επιτυχία και, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ενισχύθηκε δραστικά χάρη στην προοπτική της γερμανικής ενοποίησης.
Η Γερμανία αναγνώρισε ότι θα μπορούσε να ενωθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης και ήταν πρόθυμη να πληρώσει το αντίτιμο. Με τους Γερμανούς πρόθυμους να βοηθήσουν στη συνδιαλλαγή των αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων βάζοντας από την πλευρά τους λίγα παραπάνω πράγματα στο τραπέζι, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έφτασε στο απόγειο της με τη συνθήκη του Μάαστριχτ και την εισαγωγή του ευρώ.
Αλλά το ευρώ ήταν ένα ανολοκλήρωτο νόμισμα: διέθετε κεντρική τράπεζα αλλά όχι κεντρικό Υπουργείο Οικονομικών. Οι αρχιτέκτονες του είχαν πλήρη συνείδηση αυτού του ελαττώματος αλλά πίστευαν πως όταν θα προέκυπτε η ανάγκη, θα εμφανίζονταν η αναγκαία πολιτική βούληση προκειμένου να γίνει το επόμενο βήμα.
Αυτό όμως δεν έγινε επειδή το ευρώ είχε κι άλλα ελαττώματα που οι αρχιτέκτονες του δεν είχαν αντιληφθεί. Οι αρχιτέκτονες του ευρώ εργάστηκαν στο πλαίσιο της παρανόησης ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορούν να διορθώνουν τις υπερβολές τους, επομένως σχεδίασαν κανόνες με σκοπό τη χαλιναγώγηση των υπερβολών μόνο του δημόσιου τομέα. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, βασίστηκαν υπερβολικά στην αυτο-αστυνόμευση των εθνικών κρατών.
Οι υπερβολές του ευρώ, ωστόσο, προέκυψαν κυρίως στον ιδιωτικό τομέα καθώς η σύγκλιση των επιτοκίων τροφοδότησε την απόκλιση των οικονομιών. Η μείωση των επιτοκίων στις ασθενείς χώρες τροφοδότησε μεγάλες φούσκες της αγοράς ακινήτων ενώ η ισχυρότερη χώρα, η Γερμανία, έπρεπε να σφίξει το ζωνάρι προκειμένου να τα βγάλει πέρα με το οικονομικό βάρος της ενοποίησης. Επιπλέον ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπέκυψε πλήρως στη διάδοση νοσηρών χρηματοπιστωτικών εργαλείων και προβληματικών δανειοδοτικών πρακτικών.
Με την ολοκλήρωση της ενοποίησης της Γερμανίας εξέλειψε η βασική δυναμική πίσω από τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Και στη συνέχεια ήρθε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που οδήγησε σε μια διαδικασία αποδιάρθρωσης. Η κρίσιμη στιγμή ήταν μετά την κατάρρευση των Lehman Brothers όταν οι αρχές έπρεπε να εγγυηθούν ότι κανένα άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα συστημικής σημασίας δεν θα αφήνονταν να πτωχεύσει. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ επέμενε να μην δοθούν κοινές ευρωπαϊκές εγγυήσεις. Κάθε χώρα έπρεπε να φροντίσει τα δικά της ιδρύματα. Αυτή στάθηκε η ρίζα της σημερινής κρίσης του ευρώ.
Η χρηματοπιστωτική κρίση υποχρέωσε τα κράτη να υποκαταστήσουν με κρατικό δανεισμό τον ιδιωτικό δανεισμό που είχε καταρρεύσει και κάθε ευρωπαϊκό κράτος κλήθηκε να το κάνει αυτό με τις δικές του δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν να τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων. Τα πρίμιουμ κινδύνου που πλήρωναν τα κράτη διευρύνθηκαν και η Ευρωζώνη μοιράστηκε ανάμεσα σε χώρες πιστωτές και χώρες δανειολήπτριες. Η Γερμανία έκανε στροφή 180 μοιρών στην πραγματικότητα και από εκεί που ήταν ο βασικός μοχλός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έγινε ο βασικός αντίπαλος μιας ‘ένωσης μεταβιβάσεων’.
Αυτό όμως δημιούργησε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων με τις χρεωμένες χώρες να βουλιάζουν κάτω από το βάρος των υποχρεώσεών τους και τις πλεονασματικές χώρες να παίρνουν κεφάλι. Η Γερμανία ως μεγαλύτερος πιστωτής μπορούσαν να υπαγορεύσει τους όρους της βοήθειας που υπήρξαν τιμωρητικοί και έβαλαν τις χώρες δανειολήπτριες στο δρόμο προς την αφερεγγυότητα. Εντωμεταξύ η Γερμανία επωφελούνταν από την κρίση της Ευρωζώνης που πίεζε την ισοτιμία του ευρώ και ενίσχυε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της.
Καθώς η ολοκλήρωση έδινε τη θέση της στην αποδιάρθρωση, αντιστράφηκε και ο ρόλος του ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου: από εκεί που ηγείτο των διαδικασιών για περαιτέρω ενοποίηση, άρχισε να υπερασπίζεται το στάτους κβο. Κατά συνέπεια όποιος θεωρεί το στάτους κβο ανεπιθύμητο, απαράδεκτο ή απλά μη βιώσιμο υποχρεώνεται να υιοθετήσει αντι-ευρωπαϊκή στάση. Και καθώς οι υπερχρεωμένες χώρες ωθούνται στην αφερεγγυότητα, ο αριθμός των χωρών που δεν έχουν πληγεί συνεχίζει να αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται η υποστήριξη προς αντιευρωπαϊκά κόμματα, όπως είναι οι Αληθινοί Φιλανδοί στη Φιλανδία.
Παρόλα αυτά το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης συνεχίζει να υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση στο στάτους κβο. Οι χρηματοπιστωτικές αρχές καταφεύγουν σε όλο και πιο απελπισμένα μέτρα προκειμένου να αγοράσουν χρόνο. Αλλά ο χρόνος δουλεύει εναντίον τους. Η Ευρώπη των δύο ταχυτήτων οδηγεί τα κράτη μέλη της όλο και πιο μακριά. Η Ελλάδα κατευθύνεται προς μια άτακτη χρεοκοπία με ή χωρίς νομισματική υποτίμηση και με συνέπειες που κανείς ακόμα δεν μπορεί να εκτιμήσει.
Για να σταματήσει και να αντιστραφεί αυτή η ανελέητη διαδικασία τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρωζώνη πρέπει επειγόντως να υιοθετήσουν ένα σχέδιο Β. Η ελληνική χρεοκοπία μπορεί να είναι αναπόφευκτη αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να είναι άτακτη. Κι ενώ είναι επίσης αναπόφευκτη κάποια ‘μόλυνση’ – ό,τι θα συμβεί στην Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να συμβεί και στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία επειδή οι οικονομικές τους θέσεις δεν είναι βιώσιμες – η υπόλοιπη Ευρωζώνη πρέπει να προστατευθεί. Αυτό σημαίνει ενίσχυση της Ευρωζώνης και πιθανότατα απαιτεί ευρύτερη χρήση των ευρωομολόγων και εισαγωγή ενός πανευρωπαϊκού σχήματος εγγύησης καταθέσεων.
Απαιτείται πλέον ένα σχέδιο Β και για την ίδια την ΕΕ. Οι ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να επιστρέψουν στα πρότυπα που οδήγησαν στη δημιουργία της Ένωσης αναγνωρίζοντας ότι η κατανόηση της πραγματικότητας που έχουμε είναι εγγενώς ατελής, ότι οι αντιλήψεις μας τείνουν να είναι μεροληπτικές και ότι οι θεσμοί μας μπορεί να έχουν προβλήματα. Μια ανοιχτή κοινωνία δεν θεωρεί τους ισχύοντες διακανονισμούς ιερούς. Επιτρέπει την εύρεση και εφαρμογή εναλλακτικών λύσεων όταν οι διακανονισμοί αυτοί αποτυγχάνουν.
Θα ήταν ίσως δυνατό να κινητοποιηθεί μια φιλοευρωπαϊκή σιωπηλή πλειοψηφία που θα στηρίξει την ιδέα ότι όταν το στάτους κβο δεν είναι πλέον υπερασπίσιμο, θα πρέπει να αναζητούμε μια κοινή ευρωπαϊκή λύση αντί για πολλές διαφορετικές εθνικές. Οι ‘Αληθινοί Ευρωπαίοι’ πρέπει να ξεπεράσουν σε αριθμό τους Αληθινούς Φιλανδούς και τους άλλους αντιευρωπαϊστές της Γερμανίας και των άλλων κρατών.