Οι ηγέτες της Ευρωζώνης πρέπει κάποτε να πιάσουν τον ταύρο από τα κέρατα
Δημοσιεύτηκε: Πέμ 14 Ιούλ 2011, 11:27
Η αύξηση των αποδόσεων των ιταλικών κρατικών ομολόγων τη Δευτέρα μας έδειξε για μια ακόμη φορά τα όρια των προσπαθειών των ηγετών της Ευρωζώνης να αντιμετωπίσουν την κρίση χρέους. Η μόλυνση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και το πέρασμα από τη μικροσκοπική Ελλάδα σε μια από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης μας εισάγει σε ένα νέο στάδιο στο ευρωπαϊκό δράμα. Γιατί ναι μεν μπορεί οι αγορές να ανακουφίστηκαν και να χάρηκαν την Τρίτη, μετά την επιτυχία της ιταλικής δημοπρασίας βραχυπρόθεσμων τίτλων, είναι όμως πολύ αμφίβολο ότι η μόλυνση εξέλιπε.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι αγορές θεωρούν πως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα φερεγγυότητας στον ευρωπαϊκό Νότο που δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί μόνο με τη μετακύλιση του χρέους. Αυτό που φοβούνται είναι πως η δημοσιονομική σύσφιξη στραγγαλίζει τις χρονίως αδύναμες οικονομίας που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας και που δεν μπορούν να προχωρήσουν σε νομισματική υποτίμηση προκειμένου να τα ξεπεράσουν. Η πολιτική της λιτότητας αυξάνει συνεπώς τον κίνδυνο των εθνικών χρεοστασίων, ενώ παράλληλα υπόσχεται πολλά έτη αποπληθωρισμού στις υπερχρεωμένες χώρες.
Οι επενδυτές συνειδητοποιούν επίσης τον φαύλο κύκλο που βρίσκεται στην καρδιά της Ευρωζώνης. Τράπεζες με μεγάλες τρύπες στην κεφαλαιακή τους βάση υποστηρίζουν υπερχρεωμένες κυβερνήσεις αγοράζοντας και διακρατώντας κρατικούς τίτλους, ενώ υπερχρεωμένες κυβερνήσεις στηρίζουν προβληματικές τράπεζες. Και δεν υπάρχουν επαρκή ίδια κεφάλαια στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα προκειμένου να απορροφήσουν τις ζημιές που ενέχονται στο πρόβλημα αφερεγγυότητας του Νότου. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταλήγει να παρέχει ατελείωτη ρευστότητα στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας προκειμένου να κρατήσει στη ζωή τα τραπεζικά τους συστήματα με το κόστος ενός ακόμη πιο αδύναμου ισολογισμού. Το μόνο που θα πρέπει να μας εκπλήσσει σε όλα αυτά είναι ότι οι καταθέτες της Νότιας Ευρώπης δεν έχουν ακόμη αποσύρει μαζικά τις καταθέσεις τους.
Η αισιόδοξη προοπτική λέει πως η Ιταλία έχει μια πλούσια οικονομία που είναι αλυσοδεμένη σε ένα μη αποδοτικό κράτος, επομένως οι ανησυχίες της αγοράς για τον σκυλοκαβγά των πολιτικών σχετικά με την εφαρμογή μιας σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής θα ξεπεραστούν. Μια άλλη αιτία ελπίδας είναι ότι οι υπουργοί της Ευρωζώνης στη συνάντηση της Δευτέρας επεξεργάστηκαν μια πρόταση με στόχο την ενίσχυση της ευελιξίας και της εμβέλειας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, την επιμήκυνση της διάρκειας λήξης των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων. Όλα αυτά δηλώνουν την έναρξη μιας θετικής αλλαγής στη στάση των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά τη μείωση του χρέους. Θα μπορούσαν επίσης να ανοίξουν το δρόμο ώστε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός να έχει τη δυνατότητα να αγοράζει κρατικά ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές, εξέλιξη που θα βοηθήσει στην αποτροπή της μόλυνσης στις αγορές ομολόγων.
Αλλά με το σοκ και το δέος τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. Και το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της διαχείρισης της κρίσης της Ευρωζώνης παραμένει η τάση των Ευρωπαίων ηγετών να μεταθέτουν αλλού τις ευθύνες. Η απόφαση της Moody’s να υποβαθμίσει την Πορτογαλία στην κατηγορία των ‘σκουπιδιών’ την περασμένη εβδομάδα οδήγησε τους Υπουργούς Οικονομικών και τους κεντρικούς τραπεζίτες της Ευρώπης να ξεσπάσουν σε οργισμένες διαμαρτυρίες. Μα πώς θα μπορούσε ένας οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης να αποδίδει με καλή πίστη επενδυτική βαθμολογία σε μια χώρα που εξαρτάται από τα πακέτα διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου; Η σοβαρή ερώτηση θα ήταν γιατί η υποβάθμιση δεν έγινε νωρίτερα.
Η κριτική των Ευρωπαίων είναι, συν τοις άλλοις, χρωματισμένη με τόνους μπόλικης ξενοφοβίας και εχθρότητας που στρέφεται ενάντια στην αμερικανική ιδιοκτησία των οίκων, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο τρίτος οίκος, η Fitch, είναι γαλλικής ιδιοκτησίας. Εξ ου και η πρόταση ότι η ΕΕ πρέπει να ενθαρρύνει την ανάπτυξη ευρωπαϊκών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, πιθανότατα για να έχει πιο ‘πολιτικά σωστές’ βαθμολογίες, τις οποίες όμως κανένας δεν θα εμπιστεύεται. Η ιδέα αυτή συμβαδίζει μάλιστα με την τάση των Ευρωπαίων πολιτικών να αναγορεύουν τα hedge funds σε αποδιοπομπαίους τράγους για τη χρηματοπιστωτική κρίση για την οποία όμως αυτά καθόλου δεν ευθύνονται. Όσο για την σύσταση των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομικών ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να απαγορέψει την βαθμολόγηση των κρατών που βρίσκονται σε προγράμματα επίσημης χρηματοδότησης, γιατί κανείς δεν σκέφτεται ότι αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει στη δημιουργία ενός σκιώδους συστήματος αξιολόγησης;
Εξίσου ανησυχητικές ήταν και οι εκκλήσεις των εποπτικών αρχών της Γερμανίας και των τραπεζών της Ισπανίας για … λιγότερη αυστηρότητα στα τεστ αντοχής των τραπεζών. Ό,τι αξίζει λοιπόν στη νέα προσέγγιση της κρίσης, εξανεμίζεται, αφού υπάγεται ξανά στη λογική της εξαγοράς χρόνου έως ότου, ανάμεσα στ’ άλλα, οι αδύναμες τράπεζες μπορέσουν να ολοκληρώσουν την αποκατάσταση της κεφαλαιακής τους βάσης. Όμως η έκπτωση της διαφάνειας των τεστ αντοχής δεν θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών που θα κληθούν να προσφέρουν στις τράπεζες νέα κεφάλαια. Αλλά από τη στιγμή που η αξιοπιστία της νέας Ευρωπαϊκής Αρχής του Τραπεζικού τομέα εξαρτάται από την αυστηρότητα των τεστ – των οποίων τα αποτελέσματα θα δημοσιευτούν την Παρασκευή – μάλλον η Αρχή δεν θα υποχωρήσει στις γερμανικές και οι ισπανικές πιέσεις.
Κάτω από όλα αυτά βρίσκουμε πολλές τάσεις που είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Καταρχήν οι πολιτικοί δεν εμπιστεύονται τις αγορές ενώ οι αγορές θεωρούν ότι οι πολιτικοί δεν έχουν καταφέρει να αντιληφθούν τη φύση της κρίσης. Κατά δεύτερον, οι φορολογούμενοι του ευρωπαϊκού Βορρά δεν θέλουν να χρηματοδοτήσουν τη διάσωση εκείνων που θεωρούν ως σπάταλους και τεμπέληδες Ευρωπαίους του Νότου, όμως οι εκλεγμένοι πολιτικοί τους αρνούνται ακόμη και να σκεφτούν την εναλλακτική λύση των εθνικών χρεοστασίων επειδή κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο το συνολικό ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Αυτές οι αντιφάσεις καταλήγουν σε έναν τύπο διαχείρισης κρίσεων που η χρηματοπιστωτική κοινότητα έχει ονομάσει ‘παίρνω κι άλλο χρόνο και προσποιούμαι’. Η Ευρώπη θα αγοράσει πολύ ακόμα χρόνο και θα συνεχίσει με τακτικές προσποίησης μέχρις ότου οι Ευρωπαίοι πολιτικοί καταλήξουν κάποτε να πιάσουν τον ταύρο από τα κέρατα.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι αγορές θεωρούν πως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα φερεγγυότητας στον ευρωπαϊκό Νότο που δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί μόνο με τη μετακύλιση του χρέους. Αυτό που φοβούνται είναι πως η δημοσιονομική σύσφιξη στραγγαλίζει τις χρονίως αδύναμες οικονομίας που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας και που δεν μπορούν να προχωρήσουν σε νομισματική υποτίμηση προκειμένου να τα ξεπεράσουν. Η πολιτική της λιτότητας αυξάνει συνεπώς τον κίνδυνο των εθνικών χρεοστασίων, ενώ παράλληλα υπόσχεται πολλά έτη αποπληθωρισμού στις υπερχρεωμένες χώρες.
Οι επενδυτές συνειδητοποιούν επίσης τον φαύλο κύκλο που βρίσκεται στην καρδιά της Ευρωζώνης. Τράπεζες με μεγάλες τρύπες στην κεφαλαιακή τους βάση υποστηρίζουν υπερχρεωμένες κυβερνήσεις αγοράζοντας και διακρατώντας κρατικούς τίτλους, ενώ υπερχρεωμένες κυβερνήσεις στηρίζουν προβληματικές τράπεζες. Και δεν υπάρχουν επαρκή ίδια κεφάλαια στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα προκειμένου να απορροφήσουν τις ζημιές που ενέχονται στο πρόβλημα αφερεγγυότητας του Νότου. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταλήγει να παρέχει ατελείωτη ρευστότητα στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας προκειμένου να κρατήσει στη ζωή τα τραπεζικά τους συστήματα με το κόστος ενός ακόμη πιο αδύναμου ισολογισμού. Το μόνο που θα πρέπει να μας εκπλήσσει σε όλα αυτά είναι ότι οι καταθέτες της Νότιας Ευρώπης δεν έχουν ακόμη αποσύρει μαζικά τις καταθέσεις τους.
Η αισιόδοξη προοπτική λέει πως η Ιταλία έχει μια πλούσια οικονομία που είναι αλυσοδεμένη σε ένα μη αποδοτικό κράτος, επομένως οι ανησυχίες της αγοράς για τον σκυλοκαβγά των πολιτικών σχετικά με την εφαρμογή μιας σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής θα ξεπεραστούν. Μια άλλη αιτία ελπίδας είναι ότι οι υπουργοί της Ευρωζώνης στη συνάντηση της Δευτέρας επεξεργάστηκαν μια πρόταση με στόχο την ενίσχυση της ευελιξίας και της εμβέλειας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, την επιμήκυνση της διάρκειας λήξης των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων. Όλα αυτά δηλώνουν την έναρξη μιας θετικής αλλαγής στη στάση των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά τη μείωση του χρέους. Θα μπορούσαν επίσης να ανοίξουν το δρόμο ώστε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός να έχει τη δυνατότητα να αγοράζει κρατικά ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές, εξέλιξη που θα βοηθήσει στην αποτροπή της μόλυνσης στις αγορές ομολόγων.
Αλλά με το σοκ και το δέος τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. Και το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της διαχείρισης της κρίσης της Ευρωζώνης παραμένει η τάση των Ευρωπαίων ηγετών να μεταθέτουν αλλού τις ευθύνες. Η απόφαση της Moody’s να υποβαθμίσει την Πορτογαλία στην κατηγορία των ‘σκουπιδιών’ την περασμένη εβδομάδα οδήγησε τους Υπουργούς Οικονομικών και τους κεντρικούς τραπεζίτες της Ευρώπης να ξεσπάσουν σε οργισμένες διαμαρτυρίες. Μα πώς θα μπορούσε ένας οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης να αποδίδει με καλή πίστη επενδυτική βαθμολογία σε μια χώρα που εξαρτάται από τα πακέτα διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου; Η σοβαρή ερώτηση θα ήταν γιατί η υποβάθμιση δεν έγινε νωρίτερα.
Η κριτική των Ευρωπαίων είναι, συν τοις άλλοις, χρωματισμένη με τόνους μπόλικης ξενοφοβίας και εχθρότητας που στρέφεται ενάντια στην αμερικανική ιδιοκτησία των οίκων, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο τρίτος οίκος, η Fitch, είναι γαλλικής ιδιοκτησίας. Εξ ου και η πρόταση ότι η ΕΕ πρέπει να ενθαρρύνει την ανάπτυξη ευρωπαϊκών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, πιθανότατα για να έχει πιο ‘πολιτικά σωστές’ βαθμολογίες, τις οποίες όμως κανένας δεν θα εμπιστεύεται. Η ιδέα αυτή συμβαδίζει μάλιστα με την τάση των Ευρωπαίων πολιτικών να αναγορεύουν τα hedge funds σε αποδιοπομπαίους τράγους για τη χρηματοπιστωτική κρίση για την οποία όμως αυτά καθόλου δεν ευθύνονται. Όσο για την σύσταση των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομικών ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να απαγορέψει την βαθμολόγηση των κρατών που βρίσκονται σε προγράμματα επίσημης χρηματοδότησης, γιατί κανείς δεν σκέφτεται ότι αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει στη δημιουργία ενός σκιώδους συστήματος αξιολόγησης;
Εξίσου ανησυχητικές ήταν και οι εκκλήσεις των εποπτικών αρχών της Γερμανίας και των τραπεζών της Ισπανίας για … λιγότερη αυστηρότητα στα τεστ αντοχής των τραπεζών. Ό,τι αξίζει λοιπόν στη νέα προσέγγιση της κρίσης, εξανεμίζεται, αφού υπάγεται ξανά στη λογική της εξαγοράς χρόνου έως ότου, ανάμεσα στ’ άλλα, οι αδύναμες τράπεζες μπορέσουν να ολοκληρώσουν την αποκατάσταση της κεφαλαιακής τους βάσης. Όμως η έκπτωση της διαφάνειας των τεστ αντοχής δεν θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών που θα κληθούν να προσφέρουν στις τράπεζες νέα κεφάλαια. Αλλά από τη στιγμή που η αξιοπιστία της νέας Ευρωπαϊκής Αρχής του Τραπεζικού τομέα εξαρτάται από την αυστηρότητα των τεστ – των οποίων τα αποτελέσματα θα δημοσιευτούν την Παρασκευή – μάλλον η Αρχή δεν θα υποχωρήσει στις γερμανικές και οι ισπανικές πιέσεις.
Κάτω από όλα αυτά βρίσκουμε πολλές τάσεις που είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Καταρχήν οι πολιτικοί δεν εμπιστεύονται τις αγορές ενώ οι αγορές θεωρούν ότι οι πολιτικοί δεν έχουν καταφέρει να αντιληφθούν τη φύση της κρίσης. Κατά δεύτερον, οι φορολογούμενοι του ευρωπαϊκού Βορρά δεν θέλουν να χρηματοδοτήσουν τη διάσωση εκείνων που θεωρούν ως σπάταλους και τεμπέληδες Ευρωπαίους του Νότου, όμως οι εκλεγμένοι πολιτικοί τους αρνούνται ακόμη και να σκεφτούν την εναλλακτική λύση των εθνικών χρεοστασίων επειδή κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο το συνολικό ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Αυτές οι αντιφάσεις καταλήγουν σε έναν τύπο διαχείρισης κρίσεων που η χρηματοπιστωτική κοινότητα έχει ονομάσει ‘παίρνω κι άλλο χρόνο και προσποιούμαι’. Η Ευρώπη θα αγοράσει πολύ ακόμα χρόνο και θα συνεχίσει με τακτικές προσποίησης μέχρις ότου οι Ευρωπαίοι πολιτικοί καταλήξουν κάποτε να πιάσουν τον ταύρο από τα κέρατα.