Η Ελλάδα μπορεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της χωρίς χρεοκοπία
Δημοσιεύτηκε: Πέμ 21 Ιούλ 2011, 11:20
Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στα όρια της φερεγγυότητας. Το δημόσιο χρέος της εκτιμάται στο 160% του ΑΕΠ, με τα τρία τέταρτα αυτού να οφείλονται σε ξένους πιστωτές. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι η Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της μέσα σε κάποια πλαίσια πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας. Αλλά είναι πολύ πιθανόν πως υπάρχει δρόμος για τη διασφάλιση της ελληνικής φερεγγυότητας.
Για να αποπληρώσει το χρέος της η Αθήνα θα πρέπει να κάνει δύο μεγάλες μεταβιβάσεις πόρων: από την Ελλάδα προς τους ξένους πιστωτές και από τον δημόσιο προϋπολογισμό προς όλους τους ιδιώτες πιστωτές, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η Ελλάδα είναι πιθανό ότι αντέχει πληρωμές της τάξης του 2% με 3% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο και ότι μεγαλύτερες μεταβιβάσεις θα οδηγήσουν σε πολιτική και κοινωνική έκρηξη. Οι πληρωμές στο εσωτερικό είναι λιγότερο εκρηκτικές πολιτικά και ένα πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να είναι βιώσιμο στα όρια του 3 με 4% του ΑΕΠ ετησίως.
Η φερεγγυότητα δεν αποτελεί συνεπώς μια συγκεκριμένη οικονομική συνθήκη αλλά αντανάκλαση των μακροπρόθεσμων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Η Ελλάδα είναι στο όριο της φερεγγυότητας και δίχως προοπτικές για οικονομική ανάκαμψη και αύξηση της απασχόλησης απλά δεν έχει πιθανότητες να πετύχει τίποτα.
Η δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα χρέη της και να αποκαταστήσει την μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα της θα εξαρτηθεί από τα μελλοντικά πραγματικά επιτόκια που θα πρέπει να πληρώνει – έναντι του πραγματικού ποσοστού ανάπτυξης της οικονομίας της. Αν η Ελλάδα επιδιώξει να βγει πολύ γρήγορα για δανεισμό στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές, θα της ζητηθούν ουρανομήκη επιτόκια, αν βεβαίως μπορέσει και να δανειστεί. Στην περίπτωση αυτή η αφερεγγυότητα και η χρεοκοπία της θα καταστούν αναπόφευκτα.
Όλες όμως οι προτάσεις που συζητούνται στην Ευρώπη μέχρι σήμερα προβλέπουν πραγματικά επιτόκια τουλάχιστον 4%-5% έναντι μιας προοπτικής ετήσιας ανάπτυξης – όταν η χώρα επιστρέψει στην ανάπτυξη – της τάξης του 3% που είναι ο ιστορικός μέσος όρος της Ελλάδας. Στη βάση αυτή το ελληνικό χρέος θα παραμένει στο 150% του ΑΕΠ το 2032. Αυτό έχει κάνει πολλούς παρατηρητές να θεωρήσουν ότι το ελληνικό χρεοστάσιο είναι αναπόφευκτο, πρόκειται όμως για ένα αδικαιολόγητο και βιαστικό συμπέρασμα.
Τα ελληνικά επιτόκια είναι ψηλά εξαιτίας της πιθανότητας χρεοκοπίας της χώρας και αντιστρόφως. Βεβαίως ο κίνδυνος χρεοστασίου αντανακλά το μεγάλο βάρος του χρέους, την αβέβαιη ανάπτυξη και την αβεβαιότητα της δημοσιονομικής της θέσης. Αν υποθέσουμε όμως ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με ένα κατάλληλο χαμηλό επιτόκιο, στα πρότυπα μιας ασφαλούς χώρας, και με επιστροφή της ανάπτυξης στο μέσο ιστορικό της όρο, θα μπορούσε να βγει από την παγίδα του χρέους μέσα σε μια γενιά δίχως μεταβιβάσεις πόρων ή δημοσιονομικά πλεονάσματα που δεν θα μπορούσε να τα αντέξει.
Ως προς αυτό, η Ευρώπη και η Αθήνα έχουν τρεις επιλογές δράσης. Η πρώτη είναι ‘προχωράμε κουτσά στραβά’ όπως έγινε με το πακέτο διάσωσης της άνοιξης 2010 ή το δεύτερο πακέτο διάσωσης που η Ευρώπη διαπραγματεύεται σήμερα. Η προσέγγιση αυτή παρέχει στην Ελλάδα προσωρινή ρευστότητα με υψηλά επιτόκια και μάλλον θα καταρρεύσει μέσα στους επόμενους μήνες: ελάχιστες είναι οι πιθανότητες το ελληνικό Κοινοβούλιο να υπερψηφίσει άλλο ένα βραχυπρόθεσμο πακέτο λιτότητας για να κερδίσει άλλη μια βραχυπρόθεσμη μετακύλιση του χρέους.
Η δεύτερη επιλογή είναι ένα πρώιμο χρεοστάσιο. Η Ελλάδα μπορεί εν μέρει να πάψει να εξυπηρετεί το χρέος της, να αγοράσει πίσω τα ομόλογα της με την έκπτωση που διαπραγματεύονται σήμερα στις αγορές, να ζητήσει από ορισμένους ή και όλους τους ιδιώτες πιστωτές της να ανταλλάξουν τα σημερινά ομόλογα με νέους τίτλους χαμηλότερης ονομαστικής αξίας (που θα μπορούσαν επίσης να φέρουν επίσημες εγγυήσεις σε αντάλλαγμα για αυτή τη μείωση, όπως είχε γίνει με τα ομόλογα Μπράντι) ή να προχωρήσει σε κάποιο συνδυασμό από όλα αυτά.
Οι επιπτώσεις στην περίπτωση αυτή θα εξαρτώνταν από το πώς θα αντιμετωπίσουν και θα χειριστούν το ελληνικό χρεοστάσιο οι εποπτικές αρχές, οι παράγοντες της αγοράς, οι ξένες κυβερνήσεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι υποστηρικτές του χρεοστασίου πιστεύουν – αλλά κάνουν λάθος – ότι η Ελλάδα είναι ήδη αφερέγγυα και πως το χρεοστάσιο είναι αναπόφευκτο. Πιστεύουν επίσης ότι γενικά μπορείς να προβλέψεις και να διαχειριστείς προσεκτικά ένα χρεοστάσιο.
Πρόκειται όμως για επικίνδυνες προβλέψεις. Η πιο πιθανή συνέπεια ενός ελληνικού χρεοστασίου θα είναι μια ισχυρότατη κρίση εμπιστοσύνης που θα καταπιεί τις ελληνικές τράπεζες και πιθανότατα θα βγάλει την Ελλάδα εκτός ευρώ. Κι αν συμβούν αυτά το κόστος για το σύνολο της Ευρωζώνης θα είναι συντριπτικό. Η απώλεια της αξιοπιστίας θα οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια για μια ολόκληρη γενιά, ενώ οι άλλες αδύναμες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα αντιμετωπίσουν αλλεπάλληλες κερδοσκοπικές επιθέσεις. Οι τραπεζικές κρίσεις θα γίνουν ο κανόνας.
Αλλά υπάρχει κι ένα περαιτέρω πρόβλημα. Η γερμανική ηγεσία που προωθεί πρωτίστως αυτή τη λύση το κάνει επειδή πιστεύει ότι είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσει τη συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Πρόκειται για σφάλμα τακτικής. Αντί να πιέζει για μια ανταλλαγή ομολόγων που μπορεί να οδηγήσει σε χρεοστάσιο, θα ήταν καλύτερα να φορολογήσει τις τράπεζες προκειμένου να συγκροτήσει έναν ασφαλιστικό λογαριασμό έναντι του κινδύνου ενός μελλοντικού ελληνικού χρεοστασίου.
Η τρίτη επιλογή είναι η ανάληψη μιας σοβαρής προσπάθειας για να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει πλήρως το χρέος της σε μακροπρόθεσμη βάση. Αυτό απαιτεί μια πολιτική συμφωνία μέσα στην Ευρώπη. Η Ελλάδα θα δεχτεί να προχωρήσει σε πολυετή δημοσιονομική λιτότητα και σε πολυετή πρωτογενή πλεονάσματα αλλά αυτά θα είναι μετριοπαθή, όπως μετριοπαθείς θα είναι και οι μεταβιβάσεις πόρων στο εξωτερικό. Οι προοπτικές για ανάκαμψη σε συνδυασμό με την αποπληρωμή του χρέους δίχως χρεοκοπία είναι πολύ πιθανό ότι θα εξασφαλίσουν την κατανόηση και την αποδοχή της πλειοψηφίας των Ελλήνων, που θα αντανακλάται σε μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το κλειδί σε αυτή την προσέγγιση είναι να κλειδώσει ένα χαμηλό μακροπρόθεσμο επιτόκιο, στα ύψη του επιτοκίου που πληρώνουν οι ασφαλείς χώρες – όπως η Γερμανία και η Γαλλία – για το μακροπρόθεσμο δανεισμό τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ευθέως μέσω εγγυήσεων που θα προσφέρει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στον μελλοντικό ελληνικό δανεισμό.
Πώς μπορεί ο διακανονισμός αυτός να δουλέψει; Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός μπορεί να δανειστεί για λογαριασμό της Ελλάδας όταν τα ομόλογά της φτάσουν στη λήξη τους. Το επιτόκιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού που αντανακλά τη στήριξη των κρατών της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου έχει την ανώτατη πιστοληπτική αξιολόγηση θα είναι γύρω στο 3,5% ανά έτος με διάρκεια 20 χρόνων. Παράλληλα τα δάνεια που έχουν δώσει στην Ελλάδα το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση και που φτάνουν στα 110 δις ευρώ μπορούν κάλλιστα να αναχρηματοδοτηθούν ευθέως μέσω αυτού του ευρωπαϊκού μηχανισμού.
Η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί 250 δις ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προκειμένου να αποπληρώσει τα ομόλογα της που κατέχουν οι ιδιώτες πιστωτές: τα ποσά είναι 100 δις ευρώ ως τα τέλη του 2010 και η πλειοψηφία των υπόλοιπων ως το 2020. Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αποπληρωθούν και το αρχικό κεφάλαιο και τα τοκοχρεολύσια, καθώς τα ομόλογα θα λήγουν. Έτσι το 2016 η Ελλάδα θα οφείλει στον ευρωπαϊκό μηχανισμό 250 δις ευρώ. Όλα τα χρέη του ευρωπαϊκού μηχανισμού μπορούν να έχουν επιτόκιο 3,5% για διάρκεια 20 ετών (δηλαδή πραγματικό επιτόκιο 2% με δεδομένο ότι ο βασικός πληθωρισμός της Ευρωζώνης είναι 1,5% ετησίως).
Ένα πρόβλημα αυτής της λύσης είναι ότι θα εκτεθούν σε κίνδυνο οι φορολογούμενοι ενώ οι τράπεζες θα επωφεληθούν. Αλλά υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αποζημιώσουμε τους φορολογούμενους με την επιβολή φορολογίας στις τράπεζες.
Καθώς η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους θα ευεργετεί τους ιδιώτες πιστωτές, οι εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα σε κάθε χώρα μπορούν να ζητήσουν από τους υπάρχοντες πιστωτές της Ελλάδας που ωφελούνται από τις πληρωμές να συμβάλουν με κάποιο ποσόν, ίσως με το 30% των αποπληρωμών, στη συγκρότηση ενός ειδικού λογαριασμού-κεφαλαίου με λειτουργίες τριτεγγυητή το οποίο θα λειτουργήσει σαν λογαριασμός εγγυήσεων σε περίπτωση ελληνικού χρεοστασίου.
Στα τέλη του 2014 τα συνολικά ποσά που θα έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό το λογαριασμό θα είναι γύρω στα 30 δις ευρώ και θα μπορούν να επενδυθούν με ένα ασφαλές επιτόκιο του 3,5%. Αν η Ελλάδα κηρύξει χρεοστάσιο είτε στο κεφάλαιο είτε στα τοκοχρεολύσια, ο λογαριασμός αυτός μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή του ευρωπαϊκού μηχανισμού. Αν η Ελλάδα αποπληρώσει εν τέλει όλο της το χρέος της, αυτός ο λογαριασμός μπορεί να επιστραφεί στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι οι υπάρχοντες πιστωτές της Ελλάδας
Εναλλακτικά η χρηματοδότηση των εγγυήσεων του λογαριασμού μπορεί να γίνει με φορολογία που θα επιβληθεί στο σύνολο του τραπεζικού τομέα και όχι μόνο στους κατόχους ελληνικών ομολόγων. Ο φόρος θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα μεταβλητό συντελεστή που θα βασίζεται στο μερίδιο των επικίνδυνων κρατικών ομολόγων που κατέχει μια τράπεζα ή που θα μπορούσε να οριστεί ανεξάρτητα με βάση τη σύνθεση των στοιχείων ενεργητικού της κάθε τράπεζας. Για τις λεπτομέρειες ας αποφασίσουν οι εθνικοί νομοθέτες και οι εποπτικές αρχές.
Υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες αυτή η προσέγγιση να αποτρέψει το ελληνικό χρεοστάσιο. Η Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της με πραγματικό επιτόκιο 2% και έχει τη δυνατότητα να αποκαταστήσει οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 3%. Το βάρος του χρέους της θα μειωθεί σταδιακά. Σε καμιά χρονιά η Ελλάδα δεν θα κάνει μεταβιβάσεις πόρων στο εξωτερικό που θα ξεπερνούν το 2,5% ούτε θα υποχρεωθεί να έχει δημόσια πλεονάσματα άνω του 3,5% του ΑΕΠ της.
Ασφαλώς και στην περίπτωση αυτή τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώνει τους πιστωτές της για μια ολόκληρη γενιά και πλέον. Τα παρόντα προγράμματα δημοσιονομικής λιτότητας θα συνεχιστούν αλλά με καλύτερες προοπτικές για ταχεία επιστροφή στην ανάπτυξη και αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η ενθάρρυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων θα βοηθήσουν την Ελλάδα να αποκαταστήσει μια βιώσιμη ανάπτυξη. Η επίπονη εθνική προσπάθεια θα ανταμειφθεί με τον καιρό και μπορεί να επαναφέρει την εμπιστοσύνη, ακόμα και σχετικά σύντομα.
Υπάρχουν πιθανότητες – και μάλιστα μεγάλες – ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της μέσα σε 20 χρόνια εφόσον βέβαια πάρει χαμηλά, ασφαλή επιτόκια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Και αυτή η πιθανότητα ίσως είναι η τελευταία πιθανότητα της Ελλάδας και της Ευρώπης να αποφύγουν την καταστροφή. Είναι μια προσπάθεια που αξίζει να αναληφθεί.
Για να αποπληρώσει το χρέος της η Αθήνα θα πρέπει να κάνει δύο μεγάλες μεταβιβάσεις πόρων: από την Ελλάδα προς τους ξένους πιστωτές και από τον δημόσιο προϋπολογισμό προς όλους τους ιδιώτες πιστωτές, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η Ελλάδα είναι πιθανό ότι αντέχει πληρωμές της τάξης του 2% με 3% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο και ότι μεγαλύτερες μεταβιβάσεις θα οδηγήσουν σε πολιτική και κοινωνική έκρηξη. Οι πληρωμές στο εσωτερικό είναι λιγότερο εκρηκτικές πολιτικά και ένα πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να είναι βιώσιμο στα όρια του 3 με 4% του ΑΕΠ ετησίως.
Η φερεγγυότητα δεν αποτελεί συνεπώς μια συγκεκριμένη οικονομική συνθήκη αλλά αντανάκλαση των μακροπρόθεσμων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Η Ελλάδα είναι στο όριο της φερεγγυότητας και δίχως προοπτικές για οικονομική ανάκαμψη και αύξηση της απασχόλησης απλά δεν έχει πιθανότητες να πετύχει τίποτα.
Η δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα χρέη της και να αποκαταστήσει την μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα της θα εξαρτηθεί από τα μελλοντικά πραγματικά επιτόκια που θα πρέπει να πληρώνει – έναντι του πραγματικού ποσοστού ανάπτυξης της οικονομίας της. Αν η Ελλάδα επιδιώξει να βγει πολύ γρήγορα για δανεισμό στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές, θα της ζητηθούν ουρανομήκη επιτόκια, αν βεβαίως μπορέσει και να δανειστεί. Στην περίπτωση αυτή η αφερεγγυότητα και η χρεοκοπία της θα καταστούν αναπόφευκτα.
Όλες όμως οι προτάσεις που συζητούνται στην Ευρώπη μέχρι σήμερα προβλέπουν πραγματικά επιτόκια τουλάχιστον 4%-5% έναντι μιας προοπτικής ετήσιας ανάπτυξης – όταν η χώρα επιστρέψει στην ανάπτυξη – της τάξης του 3% που είναι ο ιστορικός μέσος όρος της Ελλάδας. Στη βάση αυτή το ελληνικό χρέος θα παραμένει στο 150% του ΑΕΠ το 2032. Αυτό έχει κάνει πολλούς παρατηρητές να θεωρήσουν ότι το ελληνικό χρεοστάσιο είναι αναπόφευκτο, πρόκειται όμως για ένα αδικαιολόγητο και βιαστικό συμπέρασμα.
Τα ελληνικά επιτόκια είναι ψηλά εξαιτίας της πιθανότητας χρεοκοπίας της χώρας και αντιστρόφως. Βεβαίως ο κίνδυνος χρεοστασίου αντανακλά το μεγάλο βάρος του χρέους, την αβέβαιη ανάπτυξη και την αβεβαιότητα της δημοσιονομικής της θέσης. Αν υποθέσουμε όμως ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με ένα κατάλληλο χαμηλό επιτόκιο, στα πρότυπα μιας ασφαλούς χώρας, και με επιστροφή της ανάπτυξης στο μέσο ιστορικό της όρο, θα μπορούσε να βγει από την παγίδα του χρέους μέσα σε μια γενιά δίχως μεταβιβάσεις πόρων ή δημοσιονομικά πλεονάσματα που δεν θα μπορούσε να τα αντέξει.
Ως προς αυτό, η Ευρώπη και η Αθήνα έχουν τρεις επιλογές δράσης. Η πρώτη είναι ‘προχωράμε κουτσά στραβά’ όπως έγινε με το πακέτο διάσωσης της άνοιξης 2010 ή το δεύτερο πακέτο διάσωσης που η Ευρώπη διαπραγματεύεται σήμερα. Η προσέγγιση αυτή παρέχει στην Ελλάδα προσωρινή ρευστότητα με υψηλά επιτόκια και μάλλον θα καταρρεύσει μέσα στους επόμενους μήνες: ελάχιστες είναι οι πιθανότητες το ελληνικό Κοινοβούλιο να υπερψηφίσει άλλο ένα βραχυπρόθεσμο πακέτο λιτότητας για να κερδίσει άλλη μια βραχυπρόθεσμη μετακύλιση του χρέους.
Η δεύτερη επιλογή είναι ένα πρώιμο χρεοστάσιο. Η Ελλάδα μπορεί εν μέρει να πάψει να εξυπηρετεί το χρέος της, να αγοράσει πίσω τα ομόλογα της με την έκπτωση που διαπραγματεύονται σήμερα στις αγορές, να ζητήσει από ορισμένους ή και όλους τους ιδιώτες πιστωτές της να ανταλλάξουν τα σημερινά ομόλογα με νέους τίτλους χαμηλότερης ονομαστικής αξίας (που θα μπορούσαν επίσης να φέρουν επίσημες εγγυήσεις σε αντάλλαγμα για αυτή τη μείωση, όπως είχε γίνει με τα ομόλογα Μπράντι) ή να προχωρήσει σε κάποιο συνδυασμό από όλα αυτά.
Οι επιπτώσεις στην περίπτωση αυτή θα εξαρτώνταν από το πώς θα αντιμετωπίσουν και θα χειριστούν το ελληνικό χρεοστάσιο οι εποπτικές αρχές, οι παράγοντες της αγοράς, οι ξένες κυβερνήσεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι υποστηρικτές του χρεοστασίου πιστεύουν – αλλά κάνουν λάθος – ότι η Ελλάδα είναι ήδη αφερέγγυα και πως το χρεοστάσιο είναι αναπόφευκτο. Πιστεύουν επίσης ότι γενικά μπορείς να προβλέψεις και να διαχειριστείς προσεκτικά ένα χρεοστάσιο.
Πρόκειται όμως για επικίνδυνες προβλέψεις. Η πιο πιθανή συνέπεια ενός ελληνικού χρεοστασίου θα είναι μια ισχυρότατη κρίση εμπιστοσύνης που θα καταπιεί τις ελληνικές τράπεζες και πιθανότατα θα βγάλει την Ελλάδα εκτός ευρώ. Κι αν συμβούν αυτά το κόστος για το σύνολο της Ευρωζώνης θα είναι συντριπτικό. Η απώλεια της αξιοπιστίας θα οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια για μια ολόκληρη γενιά, ενώ οι άλλες αδύναμες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα αντιμετωπίσουν αλλεπάλληλες κερδοσκοπικές επιθέσεις. Οι τραπεζικές κρίσεις θα γίνουν ο κανόνας.
Αλλά υπάρχει κι ένα περαιτέρω πρόβλημα. Η γερμανική ηγεσία που προωθεί πρωτίστως αυτή τη λύση το κάνει επειδή πιστεύει ότι είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσει τη συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Πρόκειται για σφάλμα τακτικής. Αντί να πιέζει για μια ανταλλαγή ομολόγων που μπορεί να οδηγήσει σε χρεοστάσιο, θα ήταν καλύτερα να φορολογήσει τις τράπεζες προκειμένου να συγκροτήσει έναν ασφαλιστικό λογαριασμό έναντι του κινδύνου ενός μελλοντικού ελληνικού χρεοστασίου.
Η τρίτη επιλογή είναι η ανάληψη μιας σοβαρής προσπάθειας για να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει πλήρως το χρέος της σε μακροπρόθεσμη βάση. Αυτό απαιτεί μια πολιτική συμφωνία μέσα στην Ευρώπη. Η Ελλάδα θα δεχτεί να προχωρήσει σε πολυετή δημοσιονομική λιτότητα και σε πολυετή πρωτογενή πλεονάσματα αλλά αυτά θα είναι μετριοπαθή, όπως μετριοπαθείς θα είναι και οι μεταβιβάσεις πόρων στο εξωτερικό. Οι προοπτικές για ανάκαμψη σε συνδυασμό με την αποπληρωμή του χρέους δίχως χρεοκοπία είναι πολύ πιθανό ότι θα εξασφαλίσουν την κατανόηση και την αποδοχή της πλειοψηφίας των Ελλήνων, που θα αντανακλάται σε μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το κλειδί σε αυτή την προσέγγιση είναι να κλειδώσει ένα χαμηλό μακροπρόθεσμο επιτόκιο, στα ύψη του επιτοκίου που πληρώνουν οι ασφαλείς χώρες – όπως η Γερμανία και η Γαλλία – για το μακροπρόθεσμο δανεισμό τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ευθέως μέσω εγγυήσεων που θα προσφέρει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στον μελλοντικό ελληνικό δανεισμό.
Πώς μπορεί ο διακανονισμός αυτός να δουλέψει; Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός μπορεί να δανειστεί για λογαριασμό της Ελλάδας όταν τα ομόλογά της φτάσουν στη λήξη τους. Το επιτόκιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού που αντανακλά τη στήριξη των κρατών της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου έχει την ανώτατη πιστοληπτική αξιολόγηση θα είναι γύρω στο 3,5% ανά έτος με διάρκεια 20 χρόνων. Παράλληλα τα δάνεια που έχουν δώσει στην Ελλάδα το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση και που φτάνουν στα 110 δις ευρώ μπορούν κάλλιστα να αναχρηματοδοτηθούν ευθέως μέσω αυτού του ευρωπαϊκού μηχανισμού.
Η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί 250 δις ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προκειμένου να αποπληρώσει τα ομόλογα της που κατέχουν οι ιδιώτες πιστωτές: τα ποσά είναι 100 δις ευρώ ως τα τέλη του 2010 και η πλειοψηφία των υπόλοιπων ως το 2020. Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αποπληρωθούν και το αρχικό κεφάλαιο και τα τοκοχρεολύσια, καθώς τα ομόλογα θα λήγουν. Έτσι το 2016 η Ελλάδα θα οφείλει στον ευρωπαϊκό μηχανισμό 250 δις ευρώ. Όλα τα χρέη του ευρωπαϊκού μηχανισμού μπορούν να έχουν επιτόκιο 3,5% για διάρκεια 20 ετών (δηλαδή πραγματικό επιτόκιο 2% με δεδομένο ότι ο βασικός πληθωρισμός της Ευρωζώνης είναι 1,5% ετησίως).
Ένα πρόβλημα αυτής της λύσης είναι ότι θα εκτεθούν σε κίνδυνο οι φορολογούμενοι ενώ οι τράπεζες θα επωφεληθούν. Αλλά υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αποζημιώσουμε τους φορολογούμενους με την επιβολή φορολογίας στις τράπεζες.
Καθώς η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους θα ευεργετεί τους ιδιώτες πιστωτές, οι εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα σε κάθε χώρα μπορούν να ζητήσουν από τους υπάρχοντες πιστωτές της Ελλάδας που ωφελούνται από τις πληρωμές να συμβάλουν με κάποιο ποσόν, ίσως με το 30% των αποπληρωμών, στη συγκρότηση ενός ειδικού λογαριασμού-κεφαλαίου με λειτουργίες τριτεγγυητή το οποίο θα λειτουργήσει σαν λογαριασμός εγγυήσεων σε περίπτωση ελληνικού χρεοστασίου.
Στα τέλη του 2014 τα συνολικά ποσά που θα έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό το λογαριασμό θα είναι γύρω στα 30 δις ευρώ και θα μπορούν να επενδυθούν με ένα ασφαλές επιτόκιο του 3,5%. Αν η Ελλάδα κηρύξει χρεοστάσιο είτε στο κεφάλαιο είτε στα τοκοχρεολύσια, ο λογαριασμός αυτός μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή του ευρωπαϊκού μηχανισμού. Αν η Ελλάδα αποπληρώσει εν τέλει όλο της το χρέος της, αυτός ο λογαριασμός μπορεί να επιστραφεί στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι οι υπάρχοντες πιστωτές της Ελλάδας
Εναλλακτικά η χρηματοδότηση των εγγυήσεων του λογαριασμού μπορεί να γίνει με φορολογία που θα επιβληθεί στο σύνολο του τραπεζικού τομέα και όχι μόνο στους κατόχους ελληνικών ομολόγων. Ο φόρος θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα μεταβλητό συντελεστή που θα βασίζεται στο μερίδιο των επικίνδυνων κρατικών ομολόγων που κατέχει μια τράπεζα ή που θα μπορούσε να οριστεί ανεξάρτητα με βάση τη σύνθεση των στοιχείων ενεργητικού της κάθε τράπεζας. Για τις λεπτομέρειες ας αποφασίσουν οι εθνικοί νομοθέτες και οι εποπτικές αρχές.
Υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες αυτή η προσέγγιση να αποτρέψει το ελληνικό χρεοστάσιο. Η Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της με πραγματικό επιτόκιο 2% και έχει τη δυνατότητα να αποκαταστήσει οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 3%. Το βάρος του χρέους της θα μειωθεί σταδιακά. Σε καμιά χρονιά η Ελλάδα δεν θα κάνει μεταβιβάσεις πόρων στο εξωτερικό που θα ξεπερνούν το 2,5% ούτε θα υποχρεωθεί να έχει δημόσια πλεονάσματα άνω του 3,5% του ΑΕΠ της.
Ασφαλώς και στην περίπτωση αυτή τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώνει τους πιστωτές της για μια ολόκληρη γενιά και πλέον. Τα παρόντα προγράμματα δημοσιονομικής λιτότητας θα συνεχιστούν αλλά με καλύτερες προοπτικές για ταχεία επιστροφή στην ανάπτυξη και αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η ενθάρρυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων θα βοηθήσουν την Ελλάδα να αποκαταστήσει μια βιώσιμη ανάπτυξη. Η επίπονη εθνική προσπάθεια θα ανταμειφθεί με τον καιρό και μπορεί να επαναφέρει την εμπιστοσύνη, ακόμα και σχετικά σύντομα.
Υπάρχουν πιθανότητες – και μάλιστα μεγάλες – ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της μέσα σε 20 χρόνια εφόσον βέβαια πάρει χαμηλά, ασφαλή επιτόκια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Και αυτή η πιθανότητα ίσως είναι η τελευταία πιθανότητα της Ελλάδας και της Ευρώπης να αποφύγουν την καταστροφή. Είναι μια προσπάθεια που αξίζει να αναληφθεί.