Νέες στοχευόμενες θεραπείες για νεοπλασματικά νοσήματα
Δημοσιεύτηκε: Δευ 25 Ιούλ 2011, 13:01
Απογοητευτικά είναι τα στοιχεία ως προς την αποθήκευση ομφαλιοπλακουντιακού αίματος σε δημόσιες τράπεζες στη χώρα μας, καθώς υπάρχουν μόνο δύο, ενώ αντίθετα καταγράφεται εντυπωσιακά υψηλός αριθμός αποθήκευσης στις ιδιωτικές τράπεζες, «χωρίς καμία επιστημονική βάση για τη σημασία της αποθήκευσης για ιδία χρήση, με απουσία ελέγχου λειτουργίας του μεγάλου αριθμού των ιδιωτικών τραπεζών και παραπλανητική πληροφόρηση από τις ιδιωτικές τράπεζες αναφορικά με τη μελλοντική χρησιμότητα της αυτόλογης κατάθεσης». Αυτό τόνισε, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο πρόεδρος Εθελοντισμού της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας, Στέλιος Γραφάκος.
«Είναι αυτονόητο ότι το αποθηκευμένο ομφαλοπλακουντιακό αίμα θα πρέπει να έχει αποθηκευθεί σε δημόσια και όχι σε ιδιωτική τράπεζα», είπε ο κ. Γραφάκος και πρόσθεσε ότι δυστυχώς απογοητευτικά είναι τα στοιχεία και ως προς την ύπαρξη μη συγγενών δοτών, καθώς ο αριθμός των καταγεγραμμένων δοτών είναι ελάχιστος. Μόνο 20.000 δότες υπάρχουν στην Ελλάδα, ενώ στην Κύπρο με πληθυσμό 700.000, έχουμε 110.000 δότες.
Ο κ. Γραφάκος ανέφερε ότι υπάρχει βραδύτητα στην εξέταση της συμβατότητας των δειγμάτων και στην ανάρτηση των αποτελεσμάτων στις κατάλληλες ιστοσελίδες, ενώ σχετικά συχνή είναι η άρνηση των εθελοντών δοτών να δεχτούν όταν αυτό τους ζητηθεί. Ο κ. Γραφάκος έκανε έκκληση να αυξηθούν οι δότες και αναφέρθηκε στην εκστρατεία ενημέρωσης που κάνει η Ελληνική Αιματολογική Εταιρεία από 21 έως 28 Ιουνίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Λευχαιμίας και Λεμφώματος.
Αισιόδοξα μηνύματα έρχονται όμως από τον τομέα της θεραπείας. Μιλώντας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας, Νικόλαος Χαρχαλάκης, αναφέρθηκε στις νέες πιο αποτελεσματικές στοχευόμενες θεραπείες. Μία ακόμη μάχη στο μακροχρόνιο πόλεμο κατά του καρκίνου κέρδισε τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, είπε ο κ. Χαρχαλάκης, καθώς τα αποτελέσματα ελέγχου της νόσου στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία ξεπερνούν το 90%.
«Πράγματι, μπορούμε να μιλάμε για μια θεραπευτική επανάσταση, καθώς η πρόοδος της μοριακής βιολογίας έχει ενισχύσει τη θεραπευτική μας φαρέτρα με νέες πιο αποτελεσματικές στοχευόμενες θεραπείες», ανέφερε ο κ. Χαρχαλάκης και πρόσθεσε ότι τα εντυπωσιακά αποτελέσματα οφείλονται στη χρησιμοποίηση των αναστολέων κατά του ενζύμου που προκαλεί τη συγκεκριμένη μορφή λευχαιμίας.
Η μόνη θεραπεία που υπήρχε για τη μυελογενή λευχαιμία μέχρι πρόσφατα ήταν η μεταμόσχευση, θεραπεία, όμως, που είχε θνητότητα από 10%-40%.
Οι αναστολείς δεύτερης γενιάς είναι πιο δραστικοί, το αποτέλεσμα επιτυγχάνεται ταχύτερα και οι παρενέργειες από τη χρήση τους διαφέρουν από τις παρενέργειες του αναστολέα πρώτης γενιάς.
«Η επιτυχία στη θεραπεία της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας με την προαναφερθείσα στοχευμένη θεραπεία άνοιξε πραγματικά νέους δρόμους στη θεραπεία των νεοπλασματικών νοσημάτων», τόνισε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας, Δημήτριος Καρακάσης, και κατέληξε πως «Οι ελπίδες είναι οι θεραπείες αυτού του τύπου να επεκταθούν και σε άλλα νεοπλάσματα».
Σύμφωνα με τα επιστημονικά στοιχεία που παρουσίασε η γ.γ της Αιματολογικής Εταιρείας, Ελισάβετ Γρουζή, οι λευχαιμίες και τα λεμφώματα είναι μια κατηγορία κακοήθων νοσημάτων, δηλαδή καρκίνων. Οι λευχαιμίες ξεκινούν κατά κανόνα από το μυελό των οστών, ενώ τα λεμφώματα ξεκινούν συχνά από τους λεμφαδένες.
Σε αντίθεση με τους άλλους καρκίνους, τα νοσήματα αυτά εμφανίζουν συχνά μεγάλη ευαισθησία στη χημειοθεραπεία, στην ακτινοθεραπεία, καθώς και στην ανοσοθεραπεία και για το λόγο αυτό υπάρχει δυνατότητα ίασης ακόμη και στις περιπτώσεις που η προσβολή του οργανισμού είναι εκτεταμένη.
Στη χώρα μας, ανέφερε η κ. Γρουζή, έχουμε κάθε χρόνο περίπου 1.400 νέες περιπτώσεις λευχαιμίας και περίπου 2.000 περιπτώσεις λεμφωμάτων. Τόσο οι λευχαιμίες όσο και τα λεμφώματα προσβάλλουν συχνότερα τους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Ακόμη, τα νοσήματα αυτά προσβάλλουν περισσότερο άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
«Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικότατα βήματα τόσο ως προς την κατανόηση της βιολογίας αυτών των νοσημάτων όσο και ως προς τη θεραπεία τους», ανέφερε ο αναπληρωτής καθηγητής και ταμίας της Αιματολογικής Εταιρείας, Παναγιώτης Παναγιωτίδης.
«Σήμερα βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να μπορούμε να θεραπεύουμε σημαντικό αριθμό ασθενών, κυρίως νεαρότερων ηλικιών, και το ζητούμενο να είναι το πώς αυτό θα επιτευχθεί με τη λιγότερη δυνατή θεραπεία», κατέληξε ο κ. Παναγιωτίδης.
«Είναι αυτονόητο ότι το αποθηκευμένο ομφαλοπλακουντιακό αίμα θα πρέπει να έχει αποθηκευθεί σε δημόσια και όχι σε ιδιωτική τράπεζα», είπε ο κ. Γραφάκος και πρόσθεσε ότι δυστυχώς απογοητευτικά είναι τα στοιχεία και ως προς την ύπαρξη μη συγγενών δοτών, καθώς ο αριθμός των καταγεγραμμένων δοτών είναι ελάχιστος. Μόνο 20.000 δότες υπάρχουν στην Ελλάδα, ενώ στην Κύπρο με πληθυσμό 700.000, έχουμε 110.000 δότες.
Ο κ. Γραφάκος ανέφερε ότι υπάρχει βραδύτητα στην εξέταση της συμβατότητας των δειγμάτων και στην ανάρτηση των αποτελεσμάτων στις κατάλληλες ιστοσελίδες, ενώ σχετικά συχνή είναι η άρνηση των εθελοντών δοτών να δεχτούν όταν αυτό τους ζητηθεί. Ο κ. Γραφάκος έκανε έκκληση να αυξηθούν οι δότες και αναφέρθηκε στην εκστρατεία ενημέρωσης που κάνει η Ελληνική Αιματολογική Εταιρεία από 21 έως 28 Ιουνίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Λευχαιμίας και Λεμφώματος.
Αισιόδοξα μηνύματα έρχονται όμως από τον τομέα της θεραπείας. Μιλώντας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας, Νικόλαος Χαρχαλάκης, αναφέρθηκε στις νέες πιο αποτελεσματικές στοχευόμενες θεραπείες. Μία ακόμη μάχη στο μακροχρόνιο πόλεμο κατά του καρκίνου κέρδισε τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, είπε ο κ. Χαρχαλάκης, καθώς τα αποτελέσματα ελέγχου της νόσου στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία ξεπερνούν το 90%.
«Πράγματι, μπορούμε να μιλάμε για μια θεραπευτική επανάσταση, καθώς η πρόοδος της μοριακής βιολογίας έχει ενισχύσει τη θεραπευτική μας φαρέτρα με νέες πιο αποτελεσματικές στοχευόμενες θεραπείες», ανέφερε ο κ. Χαρχαλάκης και πρόσθεσε ότι τα εντυπωσιακά αποτελέσματα οφείλονται στη χρησιμοποίηση των αναστολέων κατά του ενζύμου που προκαλεί τη συγκεκριμένη μορφή λευχαιμίας.
Η μόνη θεραπεία που υπήρχε για τη μυελογενή λευχαιμία μέχρι πρόσφατα ήταν η μεταμόσχευση, θεραπεία, όμως, που είχε θνητότητα από 10%-40%.
Οι αναστολείς δεύτερης γενιάς είναι πιο δραστικοί, το αποτέλεσμα επιτυγχάνεται ταχύτερα και οι παρενέργειες από τη χρήση τους διαφέρουν από τις παρενέργειες του αναστολέα πρώτης γενιάς.
«Η επιτυχία στη θεραπεία της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας με την προαναφερθείσα στοχευμένη θεραπεία άνοιξε πραγματικά νέους δρόμους στη θεραπεία των νεοπλασματικών νοσημάτων», τόνισε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας, Δημήτριος Καρακάσης, και κατέληξε πως «Οι ελπίδες είναι οι θεραπείες αυτού του τύπου να επεκταθούν και σε άλλα νεοπλάσματα».
Σύμφωνα με τα επιστημονικά στοιχεία που παρουσίασε η γ.γ της Αιματολογικής Εταιρείας, Ελισάβετ Γρουζή, οι λευχαιμίες και τα λεμφώματα είναι μια κατηγορία κακοήθων νοσημάτων, δηλαδή καρκίνων. Οι λευχαιμίες ξεκινούν κατά κανόνα από το μυελό των οστών, ενώ τα λεμφώματα ξεκινούν συχνά από τους λεμφαδένες.
Σε αντίθεση με τους άλλους καρκίνους, τα νοσήματα αυτά εμφανίζουν συχνά μεγάλη ευαισθησία στη χημειοθεραπεία, στην ακτινοθεραπεία, καθώς και στην ανοσοθεραπεία και για το λόγο αυτό υπάρχει δυνατότητα ίασης ακόμη και στις περιπτώσεις που η προσβολή του οργανισμού είναι εκτεταμένη.
Στη χώρα μας, ανέφερε η κ. Γρουζή, έχουμε κάθε χρόνο περίπου 1.400 νέες περιπτώσεις λευχαιμίας και περίπου 2.000 περιπτώσεις λεμφωμάτων. Τόσο οι λευχαιμίες όσο και τα λεμφώματα προσβάλλουν συχνότερα τους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Ακόμη, τα νοσήματα αυτά προσβάλλουν περισσότερο άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
«Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικότατα βήματα τόσο ως προς την κατανόηση της βιολογίας αυτών των νοσημάτων όσο και ως προς τη θεραπεία τους», ανέφερε ο αναπληρωτής καθηγητής και ταμίας της Αιματολογικής Εταιρείας, Παναγιώτης Παναγιωτίδης.
«Σήμερα βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να μπορούμε να θεραπεύουμε σημαντικό αριθμό ασθενών, κυρίως νεαρότερων ηλικιών, και το ζητούμενο να είναι το πώς αυτό θα επιτευχθεί με τη λιγότερη δυνατή θεραπεία», κατέληξε ο κ. Παναγιωτίδης.