Όπισθεν ολοταχώς: Η Ιταλία μπορεί να ξαναζήσει μέρες 1992
Δημοσιεύτηκε: Παρ 05 Αύγ 2011, 10:43
Μέχρι στιγμής κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, καμία χώρα που έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών δεν κατάφερε να την επανακτήσει. Θα ήταν ωστόσο λάθος να συμπεράνουμε από τις σημερινές κινήσεις των αγορών και μόνο ότι η Ιταλία έχασε πλήρως την εμπιστοσύνη τους: οι όγκοι δεν είναι αρκετά ψηλοί για να το εγγυώνται και το τμήμα του συνολικού χρέους της Ιταλίας που χρειάζεται αναχρηματοδότηση στα παρόντα επίπεδα επιτοκίων είναι πολύ περιορισμένο – οι ωριμάνσεις ιταλικών ομολόγων μηνός Σεπτεμβρίου φτάνουν στα 62 δις ευρώ και αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% του συνολικού χρέους της. Με άλλα λόγια, ο αντίκτυπος των σημερινών επιτοκίων στα δημόσια οικονομικά της χώρας δεν είναι αποφασιστικός.
Όμως την ίδια στιγμή οι επιλογές της Ιταλίας στενεύουν κρίσιμα ενώ παράλληλα εξαντλείται ο χρόνος που έχει η Ρώμη στη διάθεσή της προκειμένου να θέσει το πρόβλημα υπό έλεγχο. Το πιο ανησυχητικό για την Ιταλία, που έχει συνολικό χρέος ύψους 1.8 τρις ευρώ, είναι ότι το κόστος δανεισμού της διαρκώς αυξάνεται, μετά από μια 10ετία αντιστοίχως διαρκούς μείωσής του χάρη στη σταθερότητα του ευρώ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πάτρικ Άρτους, επικεφαλής οικονομολόγου της Naxitis, σε περίπτωση που η Ιταλία δεν μπορέσει να πετύχει μια δραστική αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης της, δεν πρόκειται να αντέξει κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού άνω του 5%. Να όμως που τα 10ετή ιταλικά ομόλογα έχουν βρεθεί από την Τετάρτη – και παρέμεναν χτες το απόγευμα μετά από προσωρινή μείωσή τους το μεσημέρι – άνω του 6%.
Παρομοίως πολλαπλασιάζονται και όλες οι άλλες εύγλωττες ενδείξεις της κρίσης. Πολλές ήταν οι διαβεβαιώσεις εμπιστοσύνης που ακούσαμε από τον Ευρωπαίο επίτροπο Όλι Ρεν και τον Ιταλό Υπουργό Οικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι, κατά το αυτοσχέδιο ταξίδι του κ. Τρεμόντι την Τετάρτη στο Λουξεμβούργο προκειμένου να συζητήσει τα προβλήματα της χώρας του με τον επικεφαλής της Ευρωομάδας Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Δεν έλειψαν άλλωστε ούτε οι συνήθεις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι προς το ιταλικό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τις οποίες οι αγορές κάνουν λάθος και δεν έχουν αντιληφθεί την ισχύ των αποφάσεων που έλαβε η Ευρωζώνη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Και τα δύο μπορεί να ισχύουν, αλλά να που οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες τα έχουν πει ξανά όλα αυτά, πολλές και πολλές φορές τα δύο προηγούμενα χρόνια για άλλες χώρες μόνο και μόνο για να ξεπεραστούν από τα γεγονότα.
Πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στον Ιταλό πρωθυπουργό την άρνησή του να αφεθεί στον πανικό κατά την ομιλία του στο ιταλικό Κοινοβούλιο και τη Γερουσία. Πρέπει να ήταν μεγάλος ο πειρασμός να προσπαθήσει να ενισχύσει την αξιοπιστία των μέτρων λιτότητας που ανακοίνωσε τον Ιούλιο αυξάνοντας τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα τους και την εφαρμογή ορισμένων εξ αυτών πριν τις επόμενες εκλογές. Με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε τον κίνδυνο μιας μη εφαρμογής τους από την επόμενη κυβέρνηση. Όμως μια ανακοίνωση περί ταχείας εμβάθυνσης της λιτότητας σε μια συγκυρία όπου η ανάπτυξη στην Ευρώπη επιβραδύνεται θα αποτελούσε στρατηγική υψηλού ρίσκου και θα μπορούσε να καταβαραθρώσει την ιταλική οικονομία. Επιπλέον, και ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι ένας τέτοιος πανικόβλητος λόγος θα ικανοποιούσε τους επενδυτές σε έναν κόσμο που αναθεωρεί ριζικά τις αντιλήψεις του για τους κινδύνους των κρατικών ομολόγων.
Με δυο λόγια η Ιταλία δεν έχει κάνει ακόμη τίποτα για να πείσει τις αγορές ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα με το σκληρό ευρώ σε ένα κόσμο που θα ζητά υψηλότερα επιτόκια για το δανεισμό προς τα κράτη, και ιδίως προς τα κράτη που έχουν μεγάλο χρέος και προβλήματα ανταγωνιστικότητας.
Ποιος επομένως θα σώσει την Ιταλία, αν όχι η ίδια; Μπορεί να επιλέξει να τη σώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του προγράμματος αγοράς τίτλων. Πολλοί αναλυτές ποντάρουν σε αυτό και στη χτεσινή συνέντευξη Τύπου, που ακολούθησε τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο Ζαν Κλοντ Τρισέ δήλωσε ότι το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων ουδέποτε κηρύχθηκε ανενεργό, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο νέων παρεμβάσεων στο μέλλον. Αν η ΕΚΤ αποφάσιζε να στηρίξει τα ιταλικά ομόλογα τώρα, θα λειτουργούσε σαν μια εξαίρετη παγίδα για όλους εκείνους που σορτάρουν σε αυτά. Η αγορά δεν έχει μεγάλο βάθος και οι αυξομειώσεις των σπρεντ μπορεί να είναι μεγάλες με μικρό κόστος, έτσι η ΕΚΤ, αν όντως το αποφάσιζε, θα μπορούσε να αποτρέψει τις κερδοσκοπικές επιθέσεις τουλάχιστον ως το τέλος του καλοκαιριού.
Θα το αποφασίσει όμως; Δεν είναι καθόλου σίγουρο. Η χτεσινή μείωση των διαφορών αποδόσεων των ιταλικών και ισπανικών ομολόγων εν αναμονή της συνέντευξης Τύπου της ΕΚΤ φαίνεται ότι οφείλονταν στις προσδοκίες των αγορών και όχι σε κινήσεις της ΕΚΤ. Άλλωστε μετά τη λήξη της συνέντευξης Τρισέ, τα ιταλικά και ισπανικά σπρεντ επέστρεψαν στα υψηλά τους. Σύμφωνα με εικασίες traders, η ΕΚΤ πραγματοποίησε χτες αγορές κρατικών τίτλων, αλλά οι πράξεις της αφορούσαν πορτογαλικά και ιρλανδικά ομόλογα, όχι ιταλικά και ισπανικά. Η ΕΚΤ έχει τα εργαλεία να στηρίξει την Ιταλία, αλλά είναι αμφίβολο αν θα το κάνει, καθώς κάτι τέτοιο θα σημάνει τον κίνδυνο ενός νέου και ακόμη μεγαλύτερου ηθικού κινδύνου. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πέρασε ολόκληρο τον περσινό χρόνο προσπαθώντας να πείσει τα κράτη να αναλάβουν το ρόλο του πιστωτή εσχάτου καταφυγίου και κατάφερε μια μερική νίκη μόλις πριν από δύο βδομάδες. Δυστυχώς, με βάση τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν έχει ακόμα τη δυνατότητα να αγοράσει ομόλογα από τις αγορές και βέβαια δεν θα την αποκτήσει τουλάχιστον ως τα τέλη του καλοκαιριού. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται τώρα η αξιοπιστία της ΕΚΤ είναι να αρχίσει να αγοράζει ιταλικά ομόλογα.
Άλλοι πιθανοί σωτήρες είναι, βέβαια, η Κίνα και οι κρατικές επενδυτικές εταιρείες κάποιων κρατών με υψηλό εξαγωγικό μερίδιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ρωσία και οι περισσότερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ έχουν ανάγκη από την παραμονή των διεθνών τιμών πετρελαίου άνω των 100 δολαρίων το βαρέλι προκειμένου να διατηρούν ισοσκελισμένους τους ισολογισμούς τους. Και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί αν καταρρεύσει η ζήτηση για πετρέλαιο στην ΕΕ. Η επίσκεψη του γενικού διευθυντή του ιταλικού Υπουργείου Οικονομικών Βιτόριο Γκρίλι στην Κίνα και τη Σιγκαπούρη αυτή την εβδομάδα δεν ήταν προφανώς τυχαία.
Ας θυμηθούμε όμως ότι μια επίσκεψη σε ακόμα πιο ανώτατο επίπεδο, του Ισπανού πρωθυπουργού Χοσέ Λουίς Θαπατέρο και της Υπουργού των Οικονομικών του Έλενα Σαλκάντο στη Ρωσία πριν δύο μήνες δεν απέδωσε κανένα ορατό όφελος. Μόνο οι κοινές εγγυήσεις των κρατών σε ένα ευρωομόλογο ή η ισχύς ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού με πολλαπλάσιο του σημερινού ύψος κονδυλίων μπορεί να σταματήσει την κρίση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Ο Ιταλός αξιωματούχος Βιτόριο Γκρίλι προσπάθησε να πείσει τους συνομιλητές του στην Ασία με το άκρως πειστικό επιχείρημα πως η τύχη του ευρώ εξαρτάται από την Ιταλία. Το 1992, σε ένα πρώιμο στάδιο της κρίσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών η γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα αποφάσισε ότι το πληθωριστικό κόστος στήριξης της ιταλικής λιρέτας ήταν πιο σημαντικό από τα οφέλη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Έτσι η Ιταλία βρέθηκε εκτός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού και υπεράσπισε μόνη τον εαυτό της, αλλά η σταθερότητα του γαλλογερμανικού άξονα διασφάλισε τότε την επιβίωση του ευρωπαϊκού σχεδίου.
Στη σημερινή νομισματική ένωση είναι αδύνατο για την Ευρώπη να τρέξει πριν από τα γεγονότα όπως έκανε τότε. Αντί για την προσωπική χημεία μεταξύ των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας Φρανσουά Μιτεράν και Χέλμουτ Κολ, η επιβίωση του ευρωπαϊκού σχεδίου εξαρτάται σήμερα από το αν η Γερμανία θα αποδεχτεί, όσο απρόθυμα κι αν το κάνει, ότι εξαρτάται από τους αδύναμους εταίρους της τόσο όσο εξαρτώνται και εκείνοι από αυτήν. Όσο οι βουλευτές του γερμανικού Κοινοβουλίου θεωρούν πολιτική αυτοκτονία να πουν κάτι τέτοιο στους Γερμανούς, μια κρίση σαν του 1992 παραμένει πιθανή, μόνο που θα έχει πολύ χειρότερες επιπτώσεις.
Όμως την ίδια στιγμή οι επιλογές της Ιταλίας στενεύουν κρίσιμα ενώ παράλληλα εξαντλείται ο χρόνος που έχει η Ρώμη στη διάθεσή της προκειμένου να θέσει το πρόβλημα υπό έλεγχο. Το πιο ανησυχητικό για την Ιταλία, που έχει συνολικό χρέος ύψους 1.8 τρις ευρώ, είναι ότι το κόστος δανεισμού της διαρκώς αυξάνεται, μετά από μια 10ετία αντιστοίχως διαρκούς μείωσής του χάρη στη σταθερότητα του ευρώ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πάτρικ Άρτους, επικεφαλής οικονομολόγου της Naxitis, σε περίπτωση που η Ιταλία δεν μπορέσει να πετύχει μια δραστική αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης της, δεν πρόκειται να αντέξει κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού άνω του 5%. Να όμως που τα 10ετή ιταλικά ομόλογα έχουν βρεθεί από την Τετάρτη – και παρέμεναν χτες το απόγευμα μετά από προσωρινή μείωσή τους το μεσημέρι – άνω του 6%.
Παρομοίως πολλαπλασιάζονται και όλες οι άλλες εύγλωττες ενδείξεις της κρίσης. Πολλές ήταν οι διαβεβαιώσεις εμπιστοσύνης που ακούσαμε από τον Ευρωπαίο επίτροπο Όλι Ρεν και τον Ιταλό Υπουργό Οικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι, κατά το αυτοσχέδιο ταξίδι του κ. Τρεμόντι την Τετάρτη στο Λουξεμβούργο προκειμένου να συζητήσει τα προβλήματα της χώρας του με τον επικεφαλής της Ευρωομάδας Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Δεν έλειψαν άλλωστε ούτε οι συνήθεις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι προς το ιταλικό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τις οποίες οι αγορές κάνουν λάθος και δεν έχουν αντιληφθεί την ισχύ των αποφάσεων που έλαβε η Ευρωζώνη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Και τα δύο μπορεί να ισχύουν, αλλά να που οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες τα έχουν πει ξανά όλα αυτά, πολλές και πολλές φορές τα δύο προηγούμενα χρόνια για άλλες χώρες μόνο και μόνο για να ξεπεραστούν από τα γεγονότα.
Πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στον Ιταλό πρωθυπουργό την άρνησή του να αφεθεί στον πανικό κατά την ομιλία του στο ιταλικό Κοινοβούλιο και τη Γερουσία. Πρέπει να ήταν μεγάλος ο πειρασμός να προσπαθήσει να ενισχύσει την αξιοπιστία των μέτρων λιτότητας που ανακοίνωσε τον Ιούλιο αυξάνοντας τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα τους και την εφαρμογή ορισμένων εξ αυτών πριν τις επόμενες εκλογές. Με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε τον κίνδυνο μιας μη εφαρμογής τους από την επόμενη κυβέρνηση. Όμως μια ανακοίνωση περί ταχείας εμβάθυνσης της λιτότητας σε μια συγκυρία όπου η ανάπτυξη στην Ευρώπη επιβραδύνεται θα αποτελούσε στρατηγική υψηλού ρίσκου και θα μπορούσε να καταβαραθρώσει την ιταλική οικονομία. Επιπλέον, και ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι ένας τέτοιος πανικόβλητος λόγος θα ικανοποιούσε τους επενδυτές σε έναν κόσμο που αναθεωρεί ριζικά τις αντιλήψεις του για τους κινδύνους των κρατικών ομολόγων.
Με δυο λόγια η Ιταλία δεν έχει κάνει ακόμη τίποτα για να πείσει τις αγορές ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα με το σκληρό ευρώ σε ένα κόσμο που θα ζητά υψηλότερα επιτόκια για το δανεισμό προς τα κράτη, και ιδίως προς τα κράτη που έχουν μεγάλο χρέος και προβλήματα ανταγωνιστικότητας.
Ποιος επομένως θα σώσει την Ιταλία, αν όχι η ίδια; Μπορεί να επιλέξει να τη σώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του προγράμματος αγοράς τίτλων. Πολλοί αναλυτές ποντάρουν σε αυτό και στη χτεσινή συνέντευξη Τύπου, που ακολούθησε τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο Ζαν Κλοντ Τρισέ δήλωσε ότι το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων ουδέποτε κηρύχθηκε ανενεργό, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο νέων παρεμβάσεων στο μέλλον. Αν η ΕΚΤ αποφάσιζε να στηρίξει τα ιταλικά ομόλογα τώρα, θα λειτουργούσε σαν μια εξαίρετη παγίδα για όλους εκείνους που σορτάρουν σε αυτά. Η αγορά δεν έχει μεγάλο βάθος και οι αυξομειώσεις των σπρεντ μπορεί να είναι μεγάλες με μικρό κόστος, έτσι η ΕΚΤ, αν όντως το αποφάσιζε, θα μπορούσε να αποτρέψει τις κερδοσκοπικές επιθέσεις τουλάχιστον ως το τέλος του καλοκαιριού.
Θα το αποφασίσει όμως; Δεν είναι καθόλου σίγουρο. Η χτεσινή μείωση των διαφορών αποδόσεων των ιταλικών και ισπανικών ομολόγων εν αναμονή της συνέντευξης Τύπου της ΕΚΤ φαίνεται ότι οφείλονταν στις προσδοκίες των αγορών και όχι σε κινήσεις της ΕΚΤ. Άλλωστε μετά τη λήξη της συνέντευξης Τρισέ, τα ιταλικά και ισπανικά σπρεντ επέστρεψαν στα υψηλά τους. Σύμφωνα με εικασίες traders, η ΕΚΤ πραγματοποίησε χτες αγορές κρατικών τίτλων, αλλά οι πράξεις της αφορούσαν πορτογαλικά και ιρλανδικά ομόλογα, όχι ιταλικά και ισπανικά. Η ΕΚΤ έχει τα εργαλεία να στηρίξει την Ιταλία, αλλά είναι αμφίβολο αν θα το κάνει, καθώς κάτι τέτοιο θα σημάνει τον κίνδυνο ενός νέου και ακόμη μεγαλύτερου ηθικού κινδύνου. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πέρασε ολόκληρο τον περσινό χρόνο προσπαθώντας να πείσει τα κράτη να αναλάβουν το ρόλο του πιστωτή εσχάτου καταφυγίου και κατάφερε μια μερική νίκη μόλις πριν από δύο βδομάδες. Δυστυχώς, με βάση τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν έχει ακόμα τη δυνατότητα να αγοράσει ομόλογα από τις αγορές και βέβαια δεν θα την αποκτήσει τουλάχιστον ως τα τέλη του καλοκαιριού. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται τώρα η αξιοπιστία της ΕΚΤ είναι να αρχίσει να αγοράζει ιταλικά ομόλογα.
Άλλοι πιθανοί σωτήρες είναι, βέβαια, η Κίνα και οι κρατικές επενδυτικές εταιρείες κάποιων κρατών με υψηλό εξαγωγικό μερίδιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ρωσία και οι περισσότερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ έχουν ανάγκη από την παραμονή των διεθνών τιμών πετρελαίου άνω των 100 δολαρίων το βαρέλι προκειμένου να διατηρούν ισοσκελισμένους τους ισολογισμούς τους. Και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί αν καταρρεύσει η ζήτηση για πετρέλαιο στην ΕΕ. Η επίσκεψη του γενικού διευθυντή του ιταλικού Υπουργείου Οικονομικών Βιτόριο Γκρίλι στην Κίνα και τη Σιγκαπούρη αυτή την εβδομάδα δεν ήταν προφανώς τυχαία.
Ας θυμηθούμε όμως ότι μια επίσκεψη σε ακόμα πιο ανώτατο επίπεδο, του Ισπανού πρωθυπουργού Χοσέ Λουίς Θαπατέρο και της Υπουργού των Οικονομικών του Έλενα Σαλκάντο στη Ρωσία πριν δύο μήνες δεν απέδωσε κανένα ορατό όφελος. Μόνο οι κοινές εγγυήσεις των κρατών σε ένα ευρωομόλογο ή η ισχύς ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού με πολλαπλάσιο του σημερινού ύψος κονδυλίων μπορεί να σταματήσει την κρίση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Ο Ιταλός αξιωματούχος Βιτόριο Γκρίλι προσπάθησε να πείσει τους συνομιλητές του στην Ασία με το άκρως πειστικό επιχείρημα πως η τύχη του ευρώ εξαρτάται από την Ιταλία. Το 1992, σε ένα πρώιμο στάδιο της κρίσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών η γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα αποφάσισε ότι το πληθωριστικό κόστος στήριξης της ιταλικής λιρέτας ήταν πιο σημαντικό από τα οφέλη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Έτσι η Ιταλία βρέθηκε εκτός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού και υπεράσπισε μόνη τον εαυτό της, αλλά η σταθερότητα του γαλλογερμανικού άξονα διασφάλισε τότε την επιβίωση του ευρωπαϊκού σχεδίου.
Στη σημερινή νομισματική ένωση είναι αδύνατο για την Ευρώπη να τρέξει πριν από τα γεγονότα όπως έκανε τότε. Αντί για την προσωπική χημεία μεταξύ των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας Φρανσουά Μιτεράν και Χέλμουτ Κολ, η επιβίωση του ευρωπαϊκού σχεδίου εξαρτάται σήμερα από το αν η Γερμανία θα αποδεχτεί, όσο απρόθυμα κι αν το κάνει, ότι εξαρτάται από τους αδύναμους εταίρους της τόσο όσο εξαρτώνται και εκείνοι από αυτήν. Όσο οι βουλευτές του γερμανικού Κοινοβουλίου θεωρούν πολιτική αυτοκτονία να πουν κάτι τέτοιο στους Γερμανούς, μια κρίση σαν του 1992 παραμένει πιθανή, μόνο που θα έχει πολύ χειρότερες επιπτώσεις.