Η Ευρώπη χρειάζεται λίγη ευελιξία στη γερμανική σκέψη
Δημοσιεύτηκε: Παρ 12 Αύγ 2011, 12:46
Η κρίση χρέους της Ευρωζώνης γίνεται όλο και πιο ξέφρενη. Οι ανησυχίες για την Ιταλία και την Ισπανία – τα τελευταία θύματά της – οδήγησαν την περασμένη βδομάδα τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων της Ρώμης και της Μαδρίτης στα ύψη και τα χρηματιστήριά τους στα βάραθρα. Τότε ακόμη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έμοιαζε ανίσχυρη να αντιδράσει. Όταν, πάνω σε όλα αυτά, προστέθηκε κι η υποβάθμιση της Αμερικής, προέκυψε ένας μείζον κίνδυνος όλα αυτά να μετεξελιχθούν σε ένα οικονομικό κραχ διαρκείας, που θα έπληττε την ανάπτυξη, τις θέσεις απασχόλησης, τα εισοδήματα των νοικοκυριών και τα κέρδη των επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το πιο σημαντικό είναι ίσως πως η κρίση πλησιάζει πλέον εγγύτερα στην ίδια τη Γερμανία, τη χώρα που έχει ορίσει την τροχιά που ακολουθεί σήμερα η Ευρωζώνη, αλλά που η ίδια μέχρι στιγμής δεν έχει πληγεί στο ελάχιστο. Οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης της Γερμανίας παραμένουν το μοναδικό φωτεινό σημείο της πιεσμένης Ευρώπης. Κατά τραγική ειρωνεία, είναι οι βασικές πολιτικές ιδέες που στηρίζουν τη βιομηχανική ανάπτυξη της Γερμανίας – η έμφαση στους κανόνες, ο περιορισμός του ρόλου των κρατικών θεσμών και η αποφυγή γενναίων πολιτικών από το οπλοστάσιο των μέτρων που βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια των αρχών – οι οποίες έχουν οδηγήσει την Ευρωζώνη σε τόσο βαθιά κρίση.
Οι γερμανικές αντιρρήσεις θέτουν μονίμως εμπόδια στη δράση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Την περασμένη βδομάδα, ο νεαρός πρόεδρος της Bundesbank, Γιενς Βάιντμαν, υποστήριξε σθεναρά ότι η ΕΚΤ δεν έπρεπε να ενεργοποιήσει εκ νέου το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Ο φύλακας του νομισματικού συστήματος της Ευρωζώνης προχωρούσε πολύ βαθιά στα χωράφια της δημοσιονομικής πολιτικής – θέτοντας σε κίνδυνο την κουλτούρα σταθερότητας που πρέπει να καλλιεργεί και να διαφυλάσσει η ΕΚΤ, είπε.
Ευτυχώς η παρέμβασή του δεν απέτρεψε την δράση της ΕΚΤ. Στο τέλος η κεντρική τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει σε αγορές ιρλανδικών και πορτογαλικών ομολόγων – όχι όμως και ιταλικών και ισπανικών – και η απόφασή της αυτή απέδωσε αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Αργά το βράδυ της Παρασκευής, ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι ανακοίνωσε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα λιτότητας που θα μειώσει αποφασιστικά το δημόσιο έλλειμμα της χώρας του, δίνοντας έτσι στην ΕΚΤ τα περιθώρια ώστε να παρέμβει στις ιταλικές και ισπανικές αγορές ομολόγων.
Αλλά οι θέσεις του Γιενς Βάιντμαν υπογραμμίζουν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ. Οι αγορές πρέπει να πιστεύουν ότι η δύναμη πυρός των κεντρικών τραπεζών είναι απεριόριστη – ακόμα κι αν δεν είναι σίγουρες για το πόσο μακριά μπορούν να πάνε. Αντανακλώντας τις γερμανικές ευαισθησίες πάντως, ο κ. Τρισέ αναγκάστηκε να υποστηρίξει ότι οι αγορές ιταλικών και ισπανικών ομολόγων έχουν ως μοναδικό τους στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών μετάδοσης της επιτοκιακής πολιτικής της ΕΚΤ στην πραγματική οικονομία. Πράγμα που δεν φάνηκε καθόλου ειλικρινές…
Το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι οι Γερμανοί σχεδιαστές πολιτικής έχουν δημιουργήσει έναν ισχυρότατο βιομηχανικό τομέα, που μπορεί να αντέξει τις προκλήσεις του κινεζικού ανταγωνισμού, αλλά δεν είναι καθόλου προετοιμασμένοι για τη διαχείριση της κρίσης και τους αυτοσχεδιασμούς που απαιτούνται προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με τον παραλογισμό των παγκόσμιων αγορών ομολόγων.
Η κλασική σχολή οικονομικής σκέψης που συνέχει την γερμανική πολιτική μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η Ordnungspolitik (Πολιτική της Τάξης), που υποστηρίζει ότι η καλύτερη διαχείριση της οικονομίας επιτυγχάνεται όταν θεσπίζεις κανόνες που δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης και στη συνέχεια αφήνεις την οικονομία να λειτουργήσει στη βάση των δυνάμεων των αγορών. Αλλά όταν οι αγορές βγαίνουν εκτός ελέγχου, απλά η θεωρία αυτή διαρρηγνύεται.
Παρ’ όλα αυτά, ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης παραμένει θεμέλια λίθος για τους Γερμανούς πολιτικούς και κεντρικούς τραπεζίτες. Κι αυτό εξηγεί γιατί, για παράδειγμα, στο μεγαλύτερο τμήμα των γερμανικών αυτοκινητόδρομων δεν υπάρχει όριο ταχύτητας – κι αυτή, κατά συνέπεια, είναι μια από τις αιτίες που η Γερμανία είναι τόσο καλή στην παραγωγή γρήγορων αυτοκινήτων. Και πρόκειται για μια προσέγγιση που χαρακτήρισε τη στάση της Γερμανίας σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της κρίσης της Ευρωζώνης.
Κατά τη δεκαετία του 1990, οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης – συμπεριλαμβανομένων του κ. Τρισέ και του Γερμανού συναδέλφου του στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ – σχεδίασαν τη λειτουργία της τράπεζας στη βάση ενός συστήματος κανόνων. Τότε όμως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τα παγκόσμια οικονομικά γεγονότα της τελευταίας 4ετίας και την έκταση της παρούσας κρίσης της Ευρωζώνης. Πλην όμως ακόμη και σήμερα που όλα αυτά είναι πασιφανή, η Γερμανία παραμένει προσηλωμένη στην αρχική λογική της: οι χώρες που παραβίασαν τους δημοσιονομικούς κανόνες πρέπει να υποστούν τις συνέπειες.
Το Βερολίνο συγκατάνευσε με εξαιρετική απροθυμία στη διάσωση της Ελλάδας και πάλεψε για να της επιβληθούν κυρώσεις. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ απέκλεισε το πλήρες ελληνικό χρεοστάσιο αλλά αποδέχτηκε τη συλλογική δράση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων μόνο ως λύση εσχάτου καταφυγίου. Τον Ιούλιο η Γερμανία επέμεινε ότι οι ιδιώτες πιστωτές έπρεπε να αναλάβουν μέρος του βάρους του ελληνικού χρέους, κι αυτό μολονότι ήταν σαφές ότι κάτι τέτοιο θα έθετε ένα προηγούμενο που θα χτύπαγε καμπανάκι στους επενδυτές των άλλων ασθενών οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Την περασμένη εβδομάδα οι ανησυχίες αυτές επιβεβαιώθηκαν.
Παράλληλα, η Γερμανία αντιτάχθηκε κατ’ επανάληψη στην αύξηση του μεγέθους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας άνω των 440 δις ευρώ. Στην πραγματικότητα βέβαια, η επέκταση των κονδυλίων του μηχανισμού μπορεί να επιβληθεί εκ των πραγμάτων στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης μέσα στις επόμενες βδομάδες αν το κόστος δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας δεν τεθεί υπό έλεγχο. Αυτό θα εξαρτηθεί από το πώς θα πάει το πρόγραμμα αγοράς ιταλικών και ισπανικών ομολόγων της ΕΚΤ που ξεκίνησε από την περασμένη Δευτέρα – και που θα πρέπει να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι να εγκριθούν από τα εθνικά Κοινοβούλια τα σχέδια που θα δώσουν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σε περίπτωση που και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ δεν αποδώσει τα προσδοκώμενα, πρέπει να αναμένεται η περαιτέρω ενίσχυση και εμβάθυνση των πιέσεων για την έκδοση ευρωομολόγου και την δημοσιονομική ένωση. Να περιμένουμε τις αντιστάσεις της Γερμανίας σε κάθε στάδιο.
Η αναταραχή που σαρώνει τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις αγορές μετοχών από την περασμένη βδομάδα αποδείχτηκε ένα πανίσχυρο κίνητρο που υποχρέωσε τους πολιτικούς θα ασχοληθούν επιτέλους σοβαρά με το πρόβλημα. Φαίνεται πως η ΕΚΤ έχει αφήσει πίσω της τους δισταγμούς των παλαιότερων εποχών και παίρνει όσα μέτρα χρειάζεται προκειμένου να ηρεμήσει τις αγορές. Η Γερμανία, ωστόσο, δεν το έχει κάνει και καλείται πλέον να αναθεωρήσει τις πιο βασικές της ιδέες για το πώς διαχειριζόμαστε τις οικονομίες. Άλλο είναι να φτιάχνεις μια οικονομία που να μπορεί να κατασκευάζει εξαιρετικά αυτοκίνητα και άλλο να διατηρείς ακέραια μια νομισματική ένωση.
Το πιο σημαντικό είναι ίσως πως η κρίση πλησιάζει πλέον εγγύτερα στην ίδια τη Γερμανία, τη χώρα που έχει ορίσει την τροχιά που ακολουθεί σήμερα η Ευρωζώνη, αλλά που η ίδια μέχρι στιγμής δεν έχει πληγεί στο ελάχιστο. Οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης της Γερμανίας παραμένουν το μοναδικό φωτεινό σημείο της πιεσμένης Ευρώπης. Κατά τραγική ειρωνεία, είναι οι βασικές πολιτικές ιδέες που στηρίζουν τη βιομηχανική ανάπτυξη της Γερμανίας – η έμφαση στους κανόνες, ο περιορισμός του ρόλου των κρατικών θεσμών και η αποφυγή γενναίων πολιτικών από το οπλοστάσιο των μέτρων που βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια των αρχών – οι οποίες έχουν οδηγήσει την Ευρωζώνη σε τόσο βαθιά κρίση.
Οι γερμανικές αντιρρήσεις θέτουν μονίμως εμπόδια στη δράση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Την περασμένη βδομάδα, ο νεαρός πρόεδρος της Bundesbank, Γιενς Βάιντμαν, υποστήριξε σθεναρά ότι η ΕΚΤ δεν έπρεπε να ενεργοποιήσει εκ νέου το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Ο φύλακας του νομισματικού συστήματος της Ευρωζώνης προχωρούσε πολύ βαθιά στα χωράφια της δημοσιονομικής πολιτικής – θέτοντας σε κίνδυνο την κουλτούρα σταθερότητας που πρέπει να καλλιεργεί και να διαφυλάσσει η ΕΚΤ, είπε.
Ευτυχώς η παρέμβασή του δεν απέτρεψε την δράση της ΕΚΤ. Στο τέλος η κεντρική τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει σε αγορές ιρλανδικών και πορτογαλικών ομολόγων – όχι όμως και ιταλικών και ισπανικών – και η απόφασή της αυτή απέδωσε αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Αργά το βράδυ της Παρασκευής, ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι ανακοίνωσε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα λιτότητας που θα μειώσει αποφασιστικά το δημόσιο έλλειμμα της χώρας του, δίνοντας έτσι στην ΕΚΤ τα περιθώρια ώστε να παρέμβει στις ιταλικές και ισπανικές αγορές ομολόγων.
Αλλά οι θέσεις του Γιενς Βάιντμαν υπογραμμίζουν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ. Οι αγορές πρέπει να πιστεύουν ότι η δύναμη πυρός των κεντρικών τραπεζών είναι απεριόριστη – ακόμα κι αν δεν είναι σίγουρες για το πόσο μακριά μπορούν να πάνε. Αντανακλώντας τις γερμανικές ευαισθησίες πάντως, ο κ. Τρισέ αναγκάστηκε να υποστηρίξει ότι οι αγορές ιταλικών και ισπανικών ομολόγων έχουν ως μοναδικό τους στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών μετάδοσης της επιτοκιακής πολιτικής της ΕΚΤ στην πραγματική οικονομία. Πράγμα που δεν φάνηκε καθόλου ειλικρινές…
Το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι οι Γερμανοί σχεδιαστές πολιτικής έχουν δημιουργήσει έναν ισχυρότατο βιομηχανικό τομέα, που μπορεί να αντέξει τις προκλήσεις του κινεζικού ανταγωνισμού, αλλά δεν είναι καθόλου προετοιμασμένοι για τη διαχείριση της κρίσης και τους αυτοσχεδιασμούς που απαιτούνται προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με τον παραλογισμό των παγκόσμιων αγορών ομολόγων.
Η κλασική σχολή οικονομικής σκέψης που συνέχει την γερμανική πολιτική μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η Ordnungspolitik (Πολιτική της Τάξης), που υποστηρίζει ότι η καλύτερη διαχείριση της οικονομίας επιτυγχάνεται όταν θεσπίζεις κανόνες που δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης και στη συνέχεια αφήνεις την οικονομία να λειτουργήσει στη βάση των δυνάμεων των αγορών. Αλλά όταν οι αγορές βγαίνουν εκτός ελέγχου, απλά η θεωρία αυτή διαρρηγνύεται.
Παρ’ όλα αυτά, ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης παραμένει θεμέλια λίθος για τους Γερμανούς πολιτικούς και κεντρικούς τραπεζίτες. Κι αυτό εξηγεί γιατί, για παράδειγμα, στο μεγαλύτερο τμήμα των γερμανικών αυτοκινητόδρομων δεν υπάρχει όριο ταχύτητας – κι αυτή, κατά συνέπεια, είναι μια από τις αιτίες που η Γερμανία είναι τόσο καλή στην παραγωγή γρήγορων αυτοκινήτων. Και πρόκειται για μια προσέγγιση που χαρακτήρισε τη στάση της Γερμανίας σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της κρίσης της Ευρωζώνης.
Κατά τη δεκαετία του 1990, οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης – συμπεριλαμβανομένων του κ. Τρισέ και του Γερμανού συναδέλφου του στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ – σχεδίασαν τη λειτουργία της τράπεζας στη βάση ενός συστήματος κανόνων. Τότε όμως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τα παγκόσμια οικονομικά γεγονότα της τελευταίας 4ετίας και την έκταση της παρούσας κρίσης της Ευρωζώνης. Πλην όμως ακόμη και σήμερα που όλα αυτά είναι πασιφανή, η Γερμανία παραμένει προσηλωμένη στην αρχική λογική της: οι χώρες που παραβίασαν τους δημοσιονομικούς κανόνες πρέπει να υποστούν τις συνέπειες.
Το Βερολίνο συγκατάνευσε με εξαιρετική απροθυμία στη διάσωση της Ελλάδας και πάλεψε για να της επιβληθούν κυρώσεις. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ απέκλεισε το πλήρες ελληνικό χρεοστάσιο αλλά αποδέχτηκε τη συλλογική δράση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων μόνο ως λύση εσχάτου καταφυγίου. Τον Ιούλιο η Γερμανία επέμεινε ότι οι ιδιώτες πιστωτές έπρεπε να αναλάβουν μέρος του βάρους του ελληνικού χρέους, κι αυτό μολονότι ήταν σαφές ότι κάτι τέτοιο θα έθετε ένα προηγούμενο που θα χτύπαγε καμπανάκι στους επενδυτές των άλλων ασθενών οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Την περασμένη εβδομάδα οι ανησυχίες αυτές επιβεβαιώθηκαν.
Παράλληλα, η Γερμανία αντιτάχθηκε κατ’ επανάληψη στην αύξηση του μεγέθους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας άνω των 440 δις ευρώ. Στην πραγματικότητα βέβαια, η επέκταση των κονδυλίων του μηχανισμού μπορεί να επιβληθεί εκ των πραγμάτων στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης μέσα στις επόμενες βδομάδες αν το κόστος δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας δεν τεθεί υπό έλεγχο. Αυτό θα εξαρτηθεί από το πώς θα πάει το πρόγραμμα αγοράς ιταλικών και ισπανικών ομολόγων της ΕΚΤ που ξεκίνησε από την περασμένη Δευτέρα – και που θα πρέπει να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι να εγκριθούν από τα εθνικά Κοινοβούλια τα σχέδια που θα δώσουν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σε περίπτωση που και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ δεν αποδώσει τα προσδοκώμενα, πρέπει να αναμένεται η περαιτέρω ενίσχυση και εμβάθυνση των πιέσεων για την έκδοση ευρωομολόγου και την δημοσιονομική ένωση. Να περιμένουμε τις αντιστάσεις της Γερμανίας σε κάθε στάδιο.
Η αναταραχή που σαρώνει τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις αγορές μετοχών από την περασμένη βδομάδα αποδείχτηκε ένα πανίσχυρο κίνητρο που υποχρέωσε τους πολιτικούς θα ασχοληθούν επιτέλους σοβαρά με το πρόβλημα. Φαίνεται πως η ΕΚΤ έχει αφήσει πίσω της τους δισταγμούς των παλαιότερων εποχών και παίρνει όσα μέτρα χρειάζεται προκειμένου να ηρεμήσει τις αγορές. Η Γερμανία, ωστόσο, δεν το έχει κάνει και καλείται πλέον να αναθεωρήσει τις πιο βασικές της ιδέες για το πώς διαχειριζόμαστε τις οικονομίες. Άλλο είναι να φτιάχνεις μια οικονομία που να μπορεί να κατασκευάζει εξαιρετικά αυτοκίνητα και άλλο να διατηρείς ακέραια μια νομισματική ένωση.