Όταν ο Παν Γκονσένγκ, αντιπρόεδρος της Αγροτικής Τράπεζας της Κίνας παρουσίαζε μέχρι πρότινος τις επιδόσεις της τράπεζας του, είχε κάθε λόγο να είναι αισιόδοξος. Το ίδιο ανοδικό συναίσθημα κυριαρχούσε και για τους τραπεζικούς κλάδους των άλλων μεγάλων χωρών των BRIC – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα – αλλά κυρίως της Βραζιλίας. Η χρηματοπιστωτική κρίση που σάρωσε τον κόσμο τα τρία τελευταία χρόνια έχει μετεξελιχθεί σε κρίση χρέους και πλήττει για δεύτερη φορά τις τράπεζες της Ευρώπης και της Αμερικής. Στο μεσοδιάστημα όμως οι αποδόσεις των τραπεζών στις οικονομίες BRIC, και ιδίως στη Βραζιλία και την Κίνα, με τις ισχυρές αναπτυξιακές τους τάσεις, έχει πάει από το καλό στο καλύτερο. Οι εγχώριες τράπεζες έχουν αναπτυχθεί ταχύτατα και οι ξένες τράπεζες – από τη HSBC ως τη Santander και τη Citigroup – που είχαν ήδη στήσει βάσεις από παλαιότερα σε αυτές τις αγορές έσπευδαν να επεκταθούν, όχι μόνο εξαιτίας των ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών τους, αλλά και επειδή – έχοντας επηρεαστεί λιγότερο από την παγκόσμια κρίση – διέθεταν πιο χαλαρά εποπτικά συστήματα, επιτρέποντας μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας. Τώρα όμως φαίνεται ότι οι ισχυρές αναπτυξιακές τάσεις του τραπεζικού κλάδου ίσως και σε αυτές τις χώρες να μην είναι τόσο βιώσιμες.
Η πιστωτική επέκταση στη Βραζιλία
Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Βραζιλίας και της Κίνας κατά τα τελευταία 10-15 χρόνια στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην δραματική επέκταση του τραπεζικού τους τομέα, που με τη σειρά της είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με ταχείες εξελίξεις σε άλλοτε χαοτικές αγορές δανεισμού. Στη Βραζιλία οι κρίσιμες αλλαγές έγιναν το 1997, όταν εγκρίθηκε νομοθεσία που επέτρεπε στις τράπεζες να παίρνουν πίσω τα ακίνητα από όσους είχαν κάνει στάση πληρωμών. Την ίδια στιγμή η πολιτική τάξη ξεκινούσε μια συστηματική προσπάθεια για να τιθασεύσει τον ανεξέλεγκτο ακόμη τότε πληθωρισμό δημιουργώντας τα περιθώρια για μια σταδιακή μείωση των επιτοκίων. Έτσι γεννήθηκε η αγορά στεγαστικών δανείων της Βραζιλίας. Μέσα σε 10 χρόνια, η στεγαστική πίστη στη Βραζιλία ξεκινώντας από το 0% έφτασε στο 17% του χρέους των νοικοκυριών ή στο 4.5% του ΑΕΠ και έγινε βασικός μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας.
Με την εμφάνιση μιας σταθερής οικονομικής διαχείρισης, την επίτευξη στερεάς ανάπτυξης, τη δημιουργία μιας νέας μικρομεσαίας τάξης και την αύξηση των μισθών, η Βραζιλία απέκτησε έναν από τους ισχυρότερους χρηματοπιστωτικούς κλάδους των αναδυόμενων αγορών. Στις αρχές του 1990 ο πληθωρισμός στη Βραζιλία ήταν σε χιλιάδες ποσοστιαίες μονάδες, σήμερα όμως είναι μονοψήφιος. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών της Βραζιλίας είναι από τις υψηλότερες του κόσμου με τον δείκτη Tier 1 να βρίσκεται κατά μέσο όρο στο 17%, ο δε βαθμός κερδοφορίας τους κάνει τις δυτικές τράπεζες να ζηλεύουν.
Κίνα: το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα του κόσμου
Μια ανάλογη ιστορία – με ισχυρότερη την κυβερνητική επιρροή – είχαμε και στην Κίνα. Από την πλήρη αφερεγγυότητα προ 10ετίας, το κινεζικό τραπεζικό σύστημα έγινε το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα του κόσμου με διψήφια κερδοφορία και άκρως υγιείς ισολογισμούς. Και εδώ τα θεμέλια μπήκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν το Πεκίνο διέθεσε στις μεγαλύτερες κρατικές τράπεζες του κεφάλαια 100 δις δολαρίων και απάλλαξε τους ισολογισμούς τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι κινήσεις αυτές βοήθησαν στο μετασχηματισμό των προβληματικών … απομειναριών ενός συστήματος κεντρικού σχεδιασμό σε ισχυρές επιχειρήσεις με σαφή εμπορική εστίαση.
Αναζητώντας αποτελεσματικότητα οι κινεζικές τράπεζες έκλεισαν υποκαταστήματα και απέλυσαν χιλιάδες εργαζόμενους. Όταν έφτιαξαν νέα γραφεία και εγκατέστησαν μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών, άρχισαν να μοιάζουν με τις τράπεζες του αναπτυγμένου κόσμου. Η αποκορύφωση αυτής της μεταμόρφωσης έγινε με ένα κύμα δημόσιων προσφορών που ξεκίνησε το 2005. Η κυβέρνηση του Πεκίνου παρέμεινε ο βασικός μέτοχος των τραπεζών αλλά οι δημόσιες προσφορές ενίσχυσαν τη διαφάνεια του συστήματος.
Η ανάπτυξη της διαδικτυακής τραπεζικής, των πιστωτικών καρτών και μιας σειράς από επενδυτικά προϊόντα για όσους διαθέτουν αποταμιεύσεις αντανακλά την ένταση του ανταγωνισμού. Παρόλα αυτά οι κινεζικές τράπεζες αντλούν ακόμη το 70% της κερδοφορίας τους από τα καθαρά περιθώρια επιτοκίων που τους εξασφαλίζει η κεντρική κυβέρνηση η οποία ορίζει ένα ανώτατο όριο για τα επιτόκια δανεισμού και ένα κατώτατο όριο για τα επιτόκια καταθέσεων – επιτρέποντας έτσι στις τράπεζες να δανείζονται φτηνά και να δανείζουν ακριβά. Έτσι τα τρία τελευταία χρόνια είχαμε μια έκρηξη δανεισμού – με το κράτος να χρησιμοποιεί τις τράπεζες σαν ενδιάμεσες προκειμένου να στηρίξει με δημοσιονομικά μέτρα την οικονομία – που θυμίζει πως είναι το κράτος και όχι η αγορά το τελικό αφεντικό των κινεζικών τραπεζών.
Σήμερα α συνολικός δανεισμός στην Κίνα είναι 80% υψηλότερος από ότι πριν την κρίση, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας. Παρόλα αυτά ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης υπαγορεύεται από τις εντολές της κυβέρνησης. Και γι’ αυτό μπορεί εύκολα να συρρικνωθεί αν το Πεκίνο το αποφασίσει – έτσι πολλοί επενδυτές αρχίζουν να θεωρούν τις κινέζικες τράπεζες ως εύθραυστους γίγαντες.
Οι πρώτες αποχωρήσεις δυτικών τραπεζών από την Κίνα
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch έχει κρούσει ήδη τον κώδωνα του κινδύνου για την Κίνα, προειδοποιώντας ότι το ήμισυ όλων των νέων δανείων που χορηγήθηκαν από το 2008 και εξής, έχει κατευθυνθεί στον κλάδο των ακινήτων που βρίσκεται σε υπερθέρμανση και σε υπερχρεωμένες τοπικές κυβερνήσεις οι οποίες θα δυσκολευτούν πολύ να εξυπηρετήσουν το χρέος τους. «Είναι πολύ πιθανό να δούμε επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των κινέζικων τραπεζών στους επόμενους μήνες», επισημαίνει η Τσαρλέν Τσου του Fitch. «Πόσο σοβαρή μπορεί να είναι αυτή η επιδείνωση και αν θα χρειαστεί ενίσχυση από το κράτος θα το δούμε».
Ενδεικτικό της μείωσης της εμπιστοσύνης των επενδυτών ήταν η πώληση μεριδίου 5% της Κατασκευαστικής Τράπεζες της Κίνας από την Bank of America. Η Κατασκευαστική Τράπεζα της Κίνας αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Κίνας – και παγκοσμίως. Πηγές προσκείμενες στη συμφωνία ανέφεραν ότι η Bank of America, προκειμένου να βελτιώσει την εικόνα του προβληματικού ισολογισμού της, αποφάσισε να πουλήσει τις θέσεις της στις περισσότερες κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις. Λίγα χρόνια πριν οι δυτικές επιχειρήσεις συνωστίζονταν για να αγοράσουν κινεζικά περιουσιακά στοιχεία…
Δυσοίωνες προβλέψεις για τη Βραζιλία
Ανάλογες δυσοίωνες προβλέψεις γίνονται και για τη Βραζιλία, της οποίας οι ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης προσγειώθηκαν φέτος σε πιο φυσιολογικά επίπεδα. Πηγές hedge funds υποστηρίζουν ότι η πιστωτική αγορά της Βραζιλίας κατευθύνεται προς μια κρίση στα πρότυπα της αμερικανικής κρίσης των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου. «Διατρέχουμε τον κίνδυνο να περάσουμε από την ανάπτυξη στην ύφεση», έγραψαν τον Ιούλιο οι επικεφαλής του fund Marshall Wace, υποστηρίζοντας ότι η αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων απορροφά σήμερα το 28% του διαθέσιμου εισοδήματος των βραζιλιάνικων νοικοκυριών, ενώ ο Αμερικανός καταναλωτής, ακόμα και κατά την κορύφωση της κρίσης των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου το 2008, έδινε το 14%. Οι ίδιοι επισημαίνουν πως οι στάσεις πληρωμών έπιασαν υψηλό 17 μηνών τον Ιούλιο όταν τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών έφτασαν στο 5.2% έναντι 5.1% τον Ιούνιο. Το στοιχείο αυτό όμως δεν υποστηρίζουν επαρκώς τη θέση τους, καθώς στην Αμερική πριν την κρίση η αναλογία των δανείων σε καθυστέρηση ξεπερνούσε το 10%. Και πολλοί σχολιαστές απορρίπτουν τις συγκρίσεις ανάμεσα στη Βραζιλία και την Αμερική ως απλοϊκές, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση στις στάσεις πληρωμών των βραζιλιάνικων νοικοκυριών αποτελεί τμήμα ενός φυσιολογικού πιστωτικού κύκλου, καθώς οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μετριάζονται και η κεντρική τράπεζα αυξάνει τα επιτόκια – κατά 175 μονάδες βάσης φέτος – προκειμένου να συγκρατήσει τον πληθωρισμό. Οι στάσεις πληρωμών, υποστηρίζουν, βρίσκονται στην πραγματικότητα κάτω από τα υψηλά του 2009 και συμφωνούν με τις βραχυπρόθεσμες τάσεις.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν κι εκείνοι που υποδεικνύουν την πτώση των μετοχών της της Itau, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Βραζιλίας, κατά 33% από τις αρχές του έτους. Η πτώση αποδίδεται στις χειρότερες των αναμενόμενων ζημιές των δανείων από τις μικρές επιχειρήσεις, που φόβισαν τους επενδυτές. «Θεωρούμε ότι οι Βραζιλιάνοι καταναλωτές που ήδη έχουν υψηλό χρέος είναι ευάλωτοι σε κάθε απροσδόκητο σοκ στη διαθεσιμότητα των πιστώσεων και την ανάπτυξη του εισοδήματος», επισημαίνουν αυτοί οι κύκλοι, ωστόσο «δεν θεωρούμε ότι υπάρχει περίπτωση πιστωτικής φούσκας στη Βραζιλία».
Σε μια ανάλογη μαλακή προσγείωση ελπίζει και η Κίνα. Ο Τζιμ Άντος της Mizuho Securities θεωρεί εαυτόν ως τον πιο αρνητικό αναλυτή παγκοσμίως για τις κινεζικές τράπεζες και δεν δίνει καμία σύσταση αγοράς για καμιά τους. Ακόμη κι αυτός όμως απορρίπτει την ιδέα πως η Κίνα μπορεί να βρίσκεται στο χείλος μιας κρίσης με αφορμή την αγορά στεγαστικών δανείων. «Το Πεκίνο πρέπει να διατηρήσει την κοινωνική σταθερότητα και αυτός είναι ο βασικός οδηγός για πολλές εξελίξεις που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα», λέει. «Σε περίπτωση ανάγκης θα προχωρήσουν σε μια πολύ … σιωπηλή διάσωση των πιο αδύναμων ιδρυμάτων».
Όποια κι αν είναι η προσγείωση της κινέζικης και της βραζιλιάνικης πιστωτικής επέκτασης πάντως, κάθε επιβράδυνση στη Βραζιλία ή την Κίνα προβληματίζει τις δυτικές τράπεζες που αναζητούσαν έδαφος στις αναδυόμενες οικονομίες προκειμένου να αντισταθμίσουν τα προβλήματά τους στις πατρίδες τους.
Πλέον κυριαρχούν οι επιφυλάξεις. «Χάθηκε η μεγάλη δυναμική. Παντού βλέπεις κάποιες φούσκες και προβλήματα προς αντιμετώπιση, κυρίως μη εξυπηρετούμενα δάνεια», λέει ένας Ευρωπαίος τραπεζίτης με μακρόχρονες φιλοδοξίες και στις δύο αυτές αγορές. Παρόλα αυτά καταλήγει: «Θα μείνουμε στις αναδυόμενες αγορές».
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Οι HΠA αγόρασαν την Aλάσκα από την Ρωσία προς 2,5 δεκάρες το στρέμμα και το Μανχάταν από τους Ινδιάνους με 24 δολάρια.
Το μέλλον των τραπεζών
Συντονιστής: Agrafos