Σελίδα 1 από 1

Μόνον η ΕΚΤ μπορεί…

Δημοσιεύτηκε: Δευ 19 Σεπ 2011, 11:21
από Admin
Η κρίση της ευρωπαϊκής περιφέρειας μεταλλάσσεται σε κρίση του ίδιου του πυρήνα της Ευρωζώνης, γι’ αυτό και ο τρόπος αντιμετώπισής της πρέπει να αλλάξει. Για καλή μας τύχη δεν είναι πολύ αργά, αλλά πρέπει να δοθεί αποτελεσματική απάντηση εδώ και τώρα, να είναι συντριπτικής ισχύος και να είναι απελευθερωμένη από τις ιδεολογικές αντιπαλότητες που ταλαιπωρούν την Ευρωζώνη από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Και ο μόνος θεσμός που μπορεί να δώσει μια τέτοια απάντηση είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Η Ευρωζώνη πλέον αντιμετωπίζει μια κλασική συναλλαγματική κρίση. Στο πλαίσιο ενός συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών η κρίση αυτή εκφράζεται αναπόφευκτα ως κρίση των σπρεντ των κρατικών ομολόγων και απειλεί να συντρίψει όλες τις κατηγορίες δανειοληπτών, κράτη, τράπεζες και νοικοκυριά.

Με την επιβολή της δημοσιονομικής λιτότητας που είχε στόχο τη διάσωση των κρατών, οι τράπεζες απειλούνται με ζημιές και ξαφνική κατάρρευση της εμπιστοσύνης ενώ τα νοικοκυριά πιέζονται από την αύξηση της ανεργίας. Οι προσπάθειες για στήριξη των τραπεζών μέσα από τα ευρωπαϊκά τεστ αντοχής, ελλείψει αξιόπιστων μηχανισμών που θα στήριζαν την επανακεφαλαιοποίηση τους και ελλείψει μηχανισμών αντιμετώπισης της κρίσης δημοσίου χρέους, έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στους κρατικούς τίτλους. Στο τέλος, εκείνοι που περισσότερο πλήττονται από τις προσπάθειες καταπολέμησης μια κρίσης χρέους με περαιτέρω αύξηση του χρέους είναι οι φορολογούμενοι.

Τα προβλήματα χρέους της Ευρωζώνης μπορούν να λυθούν στα όρια είτε με διάσωση είτε με χρεοκοπία. Με την υπόσχεση της διάσωσης σε αντάλλαγμα για την εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής λιτότητας, οι κυβερνήσεις προωθούν την προοπτική της κοινωνικοποίησης αβάσταχτων βαρών ιδιωτικού χρέους. Και καθώς η αρνητική ανατροφοδότηση μεταξύ τραπεζών και κρατών ενισχύεται, διαβρώνεται όλο και περισσότερο η εμπιστοσύνη στους τίτλους όλο και περισσότερων κρατών.

Η απουσία ενός μηχανισμού δημοσιονομικών μεταβιβάσεων μέσα στην Ευρωζώνη, εξαιτίας της απροθυμίας των κρατών μελών να παραχωρήσουν μέρος του ελέγχου της δημοσιονομικής τους πολιτικής σε μια κεντρική αρχή, υπήρξε πάντα η αχίλλειος πτέρνα του ευρώ. Η αποκατάσταση των προβλημάτων της παρούσας δομής διακυβέρνησης και η δημιουργία ενός μηχανισμού δημοσιονομικών μεταβιβάσεων είναι οι χαμένες προκλήσεις του χτες και οι αναγκαιότητες του αύριο. Σήμερα όμως πρέπει να γίνει κάτι άλλο.

Και αυτό μας πάει πρωτίστως στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που πρέπει επιτέλους να ακολουθήσει το παράδειγμα των άλλων κεντρικών τραπεζών από το 2008 και εξής και να πάει πέρα από την ιδεολογία του ‘σκληρού νομίσματος’ που στάθηκε η ιδρυτική της αρχή. Ο στόχος δεν είναι να τυπώσει η ΕΚΤ ολόκληρα βουνά από χρήμα ή να απαλλάξει τους πολιτικούς από την ευθύνη τους να διορθώσουν το διαρρηγμένο ευρωπαϊκό σύστημα. Σε καμιά περίπτωση όμως η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάθεται και να αφήνει την κρίση να βγαίνει εκτός ελέγχου.

Το ισχυρότερο σημάδι που μπορεί να στείλει μια τράπεζα σε μια χρηματοπιστωτική κρίση είναι η επιθετική χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής. Η στάνταρ νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις κακές διαρθρωτικές πολιτικές, είναι υπεύθυνη για τις αναπτυξιακές αποκλίσεις εντός της Ευρωζώνης. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής περιφέρειας ήταν εν μέρει μια εξισορροπητική κίνηση που προκλήθηκε ευθέως από την διαδικασία οικονομικής προσαρμογής στα πλαίσια μιας κοινής νομισματικής πολιτικής. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να γίνει πιο ενεργή χρήση των επιτοκίων προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής – πολύ περισσότερο από τη στιγμή που τα κράτη δεν μπορούν να αντέξουν τις διασώσεις και δεν θέλουν τα χρεοστάσια.

Η ντε φάκτο παροχή εγγυήσεων από την ΕΚΤ για τη στήριξη των κρατικών ομολόγων όλων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης αναμφίβολα θα είναι διαμφισβητούμενη. Αλλά δεν υπάρχει καμιά άλλη λύση. Ο πρόσφατα ιδρυθείς Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αποτελεί μεν το κατάλληλο όχημα για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά το μέγεθος των κονδυλίων του είναι ακόμα πολύ μικρό – και δεν μπορεί να αυξηθεί αρκούντως γρήγορα – προκειμένου να καταπολεμήσει μια συστημική κρίση. Θα μπορούσε να εξεταστεί η μόχλευση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μηχανισμού αλλά πιθανόν να προσκρούσει στην ανάγκη να διατηρηθεί η ανώτατη πιστοληπτική αξιολόγηση του οχήματος με επαρκείς κρατικές εγγυήσεις.

Συν τοις άλλοις, η ανάπτυξη των πόρων του ευρωπαϊκού μηχανισμού προσκρούει στα εμπόδια που θέτουν οι πολιτικές διαμάχες – ας δούμε για παράδειγμα τη σημερινή διαμάχη για τις εγγυήσεις του ελληνικού δανείου που ζητά η Φιλανδία. Κάθε πολιτική προσπάθεια για τη διασφάλιση περισσότερων κονδυλίων που θα χρηματοδοτήσουν ένα μεταβατικό ταμείο καταπολέμησης της κρίσης περιορίζει τα περιθώρια των κρατών που ενεργούν στη συγκυρία της κρίσης. Και κάπως έτσι, αντί να προωθεί τη δημοσιονομική ή την πολιτική ένωση της Ευρώπης, η διαδικασία αυτή τροφοδοτεί όλο και περισσότερο τις διαιρέσεις, τόσο στο εσωτερικό των κρατών, όσο και μεταξύ τους.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ο μόνος θεσμός της Ευρωζώνης που διαθέτοντας ανώτατη ισχύ και μηχανισμούς κατανομής ζημιών και κερδών σε όλες τις κεντρικές τράπεζες μέλη της, μπορεί να παράσχει στήριξη ανάλογη με αυτή ενός ευρωομολόγου. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να παράσχει εγγυήσεις για όλα τα ομόλογα της Ευρωζώνης είτε επισήμως, είτε με τη δύναμη της βούλησης, υποσχόμενη δηλαδή να αγοράζει τα ομόλογα όλων των κρατών και σε απεριόριστες ποσότητες. Η μείωση του κόστους δανεισμού των κρατών θα μπορούσε να αποκαταστήσει εν μέρει, ή και πλήρως, τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να χρηματοδοτήσουν την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους, σε όποιες περιπτώσεις χρειαστεί. Θεωρητικά δεν έχει σημασία αν η ΕΚΤ θα αγοράσει όλα τα κρατικά ομόλογα σε ευρώ μέσα από το πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ή θα εγγυηθεί προληπτικά το σύνολο του χρέους όλων των κρατών μελών του ευρώ. Αλλά η πρώτη επιλογή θα τείνει να ενισχύσει τον μηχανισμό αρνητικής επανατροφοδότησης μεταξύ τραπεζών και κρατών, ενώ με τη δεύτερη θα απέφευγε την κοινωνικοποίηση ενός όλο και μεγαλύτερου ιδιωτικού χρέους καθώς θα χαλάρωνε αυτόν τον μηχανισμό.

Στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος εγγυήσεων της ΕΚΤ, παραμένει εξάλλου σημαντικός ο ρόλος των παραδοσιακών προγραμμάτων σταθεροποίησης όπως αυτά που εφαρμόζονται στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, δηλαδή τις χώρες με πρωτογενή ελλείμματα. Η στάση πληρωμών ενός κράτους που μπορεί να είναι και το τελικό αποτέλεσμα της αποτυχίας μιας χώρας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις θα διευκολυνθεί καλύτερα έτσι σε όρους κατανομής των ζημιών και περιορισμού της μόλυνσης. Αλλά και το συνταγματικό φρένο χρέους θα εφαρμοστεί καλύτερα εφόσον δοθούν πανευρωπαϊκές εγγυήσεις από την ΕΚΤ.

Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που είναι χειρότερο από την υπερχρέωση και αυτό είναι η πλήρης καταστροφή. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την υπερχρέωση και σωστά αρνείται να αναλάβει την ευθύνη για τα προβλήματα χρέους που είναι κατά τη φύση τους δημοσιονομικά. Ωστόσο, από τη στιγμή που η κρίση προσλαμβάνει συστημικό χαρακτήρα, η ΕΚΤ πρέπει να αναλάβει τη σκυτάλη των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων που οι ηγέτες της Ευρωζώνης ακόμη αποφεύγουν.

Βέβαια τις ζημιές θα αναλάβουν και σε αυτή την περίπτωση οι φορολογούμενοι της Ευρωζώνης και οι Γερμανοί πιθανόν να καλύψουν ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο. Αλλά οι ζημιές θα μετριαστούν καθώς οι τράπεζες θα αποφύγουν την οξεία απομόχλευση και το υποχρεωτικό ξεπούλημα περιουσιακών τους στοιχείων. Η Ευρωζώνη θα είναι ασφαλής, τουλάχιστον προσωρινά, και οι ηγέτες της θα μπορούν να επαναλάβουν τον αργοκίνητο δρόμο τους προς τη δημοσιονομική και πολιτική ένωση.