Οι Κυνηγοί της Μεγάλης Συναλλαγής δε μπορούν να τα έχουν όλα
Δημοσιεύτηκε: Παρ 04 Φεβ 2011, 09:45
Εύκολα την έβγαλαν η Αγγέλα Μέρκελ κι ο Νικολά Σαρκοζί την περασμένη βδομάδα με τις υποσχέσεις τους για απεριόριστη δέσμευση στο ευρώ προς τους συνέδρους του Νταβός – ένα πλήθος που ένιωθε πολύ ευτυχές όταν το καθησύχαζαν ότι σε έναν κόσμο που παλεύει να βρει την ισορροπία του οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θα προκαλέσουν άλλο ένα κύμα αστάθειας. Όποιο δρόμο κι αν επιλέξει η Ευρώπη για να βγει από την κρίση, θα είναι πολύ πιο ευθύς αν η Γαλλία και η Γερμανία συνεργαστούν στο πλαίσιο κοινών στόχων, έτσι καθένας νιώθει καλύτερα να ακούει τους δύο ηγέτες να λένε τα ίδια πράγματα καθένας στη γλώσσα του.
Φαίνεται όμως ότι αυτή τη στιγμή πράγματι η Γαλλία και η Γερμανία συμμερίζονται τους ίδιους στόχους. Όλοι δείχνουν να καταλαβαίνουν ότι ως τα τέλη Μαρτίου μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μια Μεγάλη Συναλλαγή, που ακόμα και αν δεν επιλύσει όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις του θεσμικού πλαισίου της Ευρώπης, θα καταρρίψει κάθε λογική αμφιβολία των αγορών για τη βούληση και τη δυνατότητα της Ευρωζώνης να αποφύγει ένα άτακτο εθνικό χρεοστάσιο στους κόλπους της.
Αν οι κυβερνήσεις μπορέσουν να εξουδετερώσουν αυτό τον πολύ βασικό φόβο, έχουν κάθε λόγο να περιμένουν ότι η πτώση των σπρεντ της ευρωπαϊκής περιφέρειας που είδαμε τις τελευταίες δύο βδομάδες στις αγορές θα συνεχιστεί. Αντιθέτως, οι επιπτώσεις μιας αποτυχίας θα είναι άκρως δραματικές αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεχίσουν να εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους στο ευρώ χωρίς να παίρνουν τον έλεγχο της κατάστασης από τις αγορές.
Τα βασικά στοιχεία αυτής της Μεγάλης Συναλλαγής είναι: α) η αύξηση των κονδυλίων που μπορεί να κινητοποιήσουν τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης από κοινού προκειμένου να προστατέψουν τα αδύναμα μέλη τους στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, β) ένας μηχανισμός για την αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών που δεν θα έχει περιέλθει σε βιώσιμα επίπεδα ως το 2013, οπότε και εκπνέει ο παρών προσωρινός μηχανισμός, και γ) ένας πολιτικός μηχανισμός για τον περιορισμό των ανισορροπιών που υπάρχουν σήμερα στην Ευρωζώνη και για την αποτροπή της ανάπτυξης νέων ανισορροπιών στο μέλλον.
Ο τελευταίος στόχος μπορεί όμως να απαιτεί την παραχώρηση σημαντικού ελέγχου από μέρους των εθνικών κυβερνήσεων σε περιοχές πολιτικής που μέχρι σήμερα θεωρούνταν αποκλειστικό πεδίο ενός έθνους: ηλικία συνταξιοδότησης, κατώτατοι μισθοί, προστασία της απασχόλησης και τα λοιπά.
Υπάρχει ένα κρίσιμο κατώφλι που οι Ευρωπαίοι πρέπει να περάσουν. Οι αγορές χρειάζονται, και όλο και περισσότερο αποτιμούν, μια ριζοσπαστική λύση. Αλλά υπάρχουν και όρια σε μια Μεγάλη Συναλλαγή.
Όσο περισσότερο θα προσπαθήσουν οι ηγεσίες να πετύχουν αυτή τη Συναλλαγή ως το Μάρτιο, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να τη συμβιβάσουν με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και τόσο πιο εκτεθειμένη μπορεί να βρεθεί σε νομικές αιτιάσεις, από τη μια αρχή ή την άλλη. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να κάνουν μικρές τροποποιήσεις δίχως να συμβουλεύονται τα εκλογικά τους σώματα, αλλά ο τύπος συμφωνίας την οποία τώρα υπαινίσσονται οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι – και επί της οποίας διαπραγματεύονται – θα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη παράδοση εθνικής κυριαρχίας που έχει γίνει ποτέ μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η έκβασή της σίγουρα θα πρέπει να επικυρωθεί και από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, και σε καμία περίπτωση μόνον από αυτό.
Για το λόγο αυτό, είναι πιο σημαντικό από κάθε άλλη φορά οι κυβερνήσεις να αναγνωρίζουν την ανάγκη προβολής της Συναλλαγής τους ως νίκης προς τα εκλογικά τους σώματα, και αυτό ισχύει για τη Γερμανία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα. Η Γερμανίδα καγκελάριος που τις ημέρες της κρίσιμης συνάντησης κορυφής του Μαρτίου αντιμετωπίζει 4 εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε 7 μέρες, θα πρέπει να μπορεί να δείξει στους ψηφοφόρους της πως οι νέοι κανόνες εκμηδενίζουν κάθε κίνδυνο να χρειαστεί στο μέλλον να πληρώσουν ξανά για τους αστόχαστους εταίρους του.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, το καλύτερο αποτέλεσμα για τη Μέρκελ θα είναι να καταφέρει να πείσει τους εταίρους της να υιοθετήσουν το γερμανικό ‘Φρένο Χρέους’, μια συνταγματική πρόβλεψη που υποχρεώνει τα κράτη να ισοσκελίζουν τον δομικό προϋπολογισμό τους στον αιώνα τον άπαντα.
Η εισαγωγή ενός τέτοιου εργαλείου θα ήταν πολύ προτιμότερη από τις αέναες και αστείες συνομιλίες για την επιβολή αυτόματων κυρώσεων σε όσες χώρες παραβιάζουν τους κανόνες του προϋπολογισμού, ένα σύστημα που δεν δούλεψε, δεν μπορεί να δουλέψει και ποτέ δεν θα επιτραπεί να δουλέψει. Είναι τα εκλεγμένα Κοινοβούλια που θα πρέπει να διατηρήσουν τον πρωταρχικό έλεγχο επί του προϋπολογισμού τους.
Το Φρένο του Χρέους, έτσι όπως έχει υιοθετηθεί από τη Γερμανία, είναι πλήρως νομιμοποιημένο, χάρη στην επικύρωση και των δύο σωμάτων του Κοινοβουλίου. Καθιστώντας πρακτικά αδύνατο ακόμη και τον σχεδιασμό ενός προϋπολογισμού που παραβιάζει την αρχή αυτή, μετατρέπει τη διαδικασία του προϋπολογισμού σε μια αληθινά πειθαρχημένη κατανομή πεπερασμένων πόρων, περιορίζοντας το συνολικό μέγεθος της κυβέρνησης δίχως να περιορίζει τη βασική της ελευθερία να ορίζει τις προτεραιότητές της.
Οι αγορές έχουν ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να χρηματοδοτούν τα ευρωπαϊκά ελλείμματα για πάντα, επομένως η συγκυρία μοιάζει ιδανική ώστε η χρηματοπιστωτική αναγκαιότητα να μετατραπεί σε πολιτική αρετή.
Αλλά οι αγορές χρεώστες πρέπει κι αυτές να πάρουν κάτι. Είναι εμφανής ο κίνδυνος η νέα ιρλανδική κυβέρνηση να ρίξει όλο της το βάρος στις συνομιλίες με τις χώρες πιστωτές και πολύ πιθανόν να καταλήξει σε λύση χρεοστασίου. Ο κίνδυνος αυτός μάλιστα μεγεθύνεται όταν οι χώρες πιστωτές παραμένουν προσηλωμένες στις υπερβολές του παρελθόντος του Δουβλίνου, αντί να εστιάσουν στο καταστροφικό αποπληθωριστικό σπιράλ μισθών-τιμών.
Σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις για την επαναγορά μέρους του ελληνικού κρατικού χρέους, πρόκειται για λύση που δεν είναι πανάκεια αλλά που προσφέρει μια μικρή βοήθεια. Ας υποθέσουμε πως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δανείζει την Αθήνα ώστε να αποσύρει κρατικά ομόλογα αξίας 80 δις ευρώ τα οποία σήμερα κρατά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ας θυμηθούμε πως η ΕΚΤ έχει πληρώσει μόνο 60 δις ευρώ γι’ αυτά, αγοράζοντάς τα σε χτυπημένες τιμές). Η ομάδα σκέψης Open Europe πιστεύει ότι μια τέτοια κίνηση θα συμβάλει στην μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας μόλις κατά 4.2%. Ο Γιούργκεν Μίκελς της Citigroup υπολογίζει ότι ακόμα και αν οι ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας αποδεχτούν μια ανάλογη συμφωνία, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί μόνο ως το 115%. Οι ακραιφνείς οπαδοί της Ευρώπης μπορούν βέβαια να υποστηρίξουν ότι η Ιταλία και το Βέλγιο εξυπηρετούσαν χρέος τέτοιων επιπέδων για 20 χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά η άποψή του είναι πως ακόμα και έτσι το ελληνικό χρέος δεν θα είναι βιώσιμο. Η Ελλάδα θα χρειαστεί περισσότερη βοήθεια.
Με δύο λόγια, ακόμα και με την καλύτερη δυνατή έκβαση το Μάρτιο, θα έχουμε άλλα 10 χρόνια οδυνηρών και σκληρών μεταρρυθμίσεων μπροστά μας. Το καλύτερο που μπορούν να τιμολογούν στην παρούσα φάση οι αγορές είναι ένα βήμα πριν τον γκρεμό.
Φαίνεται όμως ότι αυτή τη στιγμή πράγματι η Γαλλία και η Γερμανία συμμερίζονται τους ίδιους στόχους. Όλοι δείχνουν να καταλαβαίνουν ότι ως τα τέλη Μαρτίου μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μια Μεγάλη Συναλλαγή, που ακόμα και αν δεν επιλύσει όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις του θεσμικού πλαισίου της Ευρώπης, θα καταρρίψει κάθε λογική αμφιβολία των αγορών για τη βούληση και τη δυνατότητα της Ευρωζώνης να αποφύγει ένα άτακτο εθνικό χρεοστάσιο στους κόλπους της.
Αν οι κυβερνήσεις μπορέσουν να εξουδετερώσουν αυτό τον πολύ βασικό φόβο, έχουν κάθε λόγο να περιμένουν ότι η πτώση των σπρεντ της ευρωπαϊκής περιφέρειας που είδαμε τις τελευταίες δύο βδομάδες στις αγορές θα συνεχιστεί. Αντιθέτως, οι επιπτώσεις μιας αποτυχίας θα είναι άκρως δραματικές αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεχίσουν να εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους στο ευρώ χωρίς να παίρνουν τον έλεγχο της κατάστασης από τις αγορές.
Τα βασικά στοιχεία αυτής της Μεγάλης Συναλλαγής είναι: α) η αύξηση των κονδυλίων που μπορεί να κινητοποιήσουν τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης από κοινού προκειμένου να προστατέψουν τα αδύναμα μέλη τους στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, β) ένας μηχανισμός για την αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών που δεν θα έχει περιέλθει σε βιώσιμα επίπεδα ως το 2013, οπότε και εκπνέει ο παρών προσωρινός μηχανισμός, και γ) ένας πολιτικός μηχανισμός για τον περιορισμό των ανισορροπιών που υπάρχουν σήμερα στην Ευρωζώνη και για την αποτροπή της ανάπτυξης νέων ανισορροπιών στο μέλλον.
Ο τελευταίος στόχος μπορεί όμως να απαιτεί την παραχώρηση σημαντικού ελέγχου από μέρους των εθνικών κυβερνήσεων σε περιοχές πολιτικής που μέχρι σήμερα θεωρούνταν αποκλειστικό πεδίο ενός έθνους: ηλικία συνταξιοδότησης, κατώτατοι μισθοί, προστασία της απασχόλησης και τα λοιπά.
Υπάρχει ένα κρίσιμο κατώφλι που οι Ευρωπαίοι πρέπει να περάσουν. Οι αγορές χρειάζονται, και όλο και περισσότερο αποτιμούν, μια ριζοσπαστική λύση. Αλλά υπάρχουν και όρια σε μια Μεγάλη Συναλλαγή.
Όσο περισσότερο θα προσπαθήσουν οι ηγεσίες να πετύχουν αυτή τη Συναλλαγή ως το Μάρτιο, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να τη συμβιβάσουν με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και τόσο πιο εκτεθειμένη μπορεί να βρεθεί σε νομικές αιτιάσεις, από τη μια αρχή ή την άλλη. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να κάνουν μικρές τροποποιήσεις δίχως να συμβουλεύονται τα εκλογικά τους σώματα, αλλά ο τύπος συμφωνίας την οποία τώρα υπαινίσσονται οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι – και επί της οποίας διαπραγματεύονται – θα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη παράδοση εθνικής κυριαρχίας που έχει γίνει ποτέ μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η έκβασή της σίγουρα θα πρέπει να επικυρωθεί και από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, και σε καμία περίπτωση μόνον από αυτό.
Για το λόγο αυτό, είναι πιο σημαντικό από κάθε άλλη φορά οι κυβερνήσεις να αναγνωρίζουν την ανάγκη προβολής της Συναλλαγής τους ως νίκης προς τα εκλογικά τους σώματα, και αυτό ισχύει για τη Γερμανία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα. Η Γερμανίδα καγκελάριος που τις ημέρες της κρίσιμης συνάντησης κορυφής του Μαρτίου αντιμετωπίζει 4 εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε 7 μέρες, θα πρέπει να μπορεί να δείξει στους ψηφοφόρους της πως οι νέοι κανόνες εκμηδενίζουν κάθε κίνδυνο να χρειαστεί στο μέλλον να πληρώσουν ξανά για τους αστόχαστους εταίρους του.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, το καλύτερο αποτέλεσμα για τη Μέρκελ θα είναι να καταφέρει να πείσει τους εταίρους της να υιοθετήσουν το γερμανικό ‘Φρένο Χρέους’, μια συνταγματική πρόβλεψη που υποχρεώνει τα κράτη να ισοσκελίζουν τον δομικό προϋπολογισμό τους στον αιώνα τον άπαντα.
Η εισαγωγή ενός τέτοιου εργαλείου θα ήταν πολύ προτιμότερη από τις αέναες και αστείες συνομιλίες για την επιβολή αυτόματων κυρώσεων σε όσες χώρες παραβιάζουν τους κανόνες του προϋπολογισμού, ένα σύστημα που δεν δούλεψε, δεν μπορεί να δουλέψει και ποτέ δεν θα επιτραπεί να δουλέψει. Είναι τα εκλεγμένα Κοινοβούλια που θα πρέπει να διατηρήσουν τον πρωταρχικό έλεγχο επί του προϋπολογισμού τους.
Το Φρένο του Χρέους, έτσι όπως έχει υιοθετηθεί από τη Γερμανία, είναι πλήρως νομιμοποιημένο, χάρη στην επικύρωση και των δύο σωμάτων του Κοινοβουλίου. Καθιστώντας πρακτικά αδύνατο ακόμη και τον σχεδιασμό ενός προϋπολογισμού που παραβιάζει την αρχή αυτή, μετατρέπει τη διαδικασία του προϋπολογισμού σε μια αληθινά πειθαρχημένη κατανομή πεπερασμένων πόρων, περιορίζοντας το συνολικό μέγεθος της κυβέρνησης δίχως να περιορίζει τη βασική της ελευθερία να ορίζει τις προτεραιότητές της.
Οι αγορές έχουν ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να χρηματοδοτούν τα ευρωπαϊκά ελλείμματα για πάντα, επομένως η συγκυρία μοιάζει ιδανική ώστε η χρηματοπιστωτική αναγκαιότητα να μετατραπεί σε πολιτική αρετή.
Αλλά οι αγορές χρεώστες πρέπει κι αυτές να πάρουν κάτι. Είναι εμφανής ο κίνδυνος η νέα ιρλανδική κυβέρνηση να ρίξει όλο της το βάρος στις συνομιλίες με τις χώρες πιστωτές και πολύ πιθανόν να καταλήξει σε λύση χρεοστασίου. Ο κίνδυνος αυτός μάλιστα μεγεθύνεται όταν οι χώρες πιστωτές παραμένουν προσηλωμένες στις υπερβολές του παρελθόντος του Δουβλίνου, αντί να εστιάσουν στο καταστροφικό αποπληθωριστικό σπιράλ μισθών-τιμών.
Σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις για την επαναγορά μέρους του ελληνικού κρατικού χρέους, πρόκειται για λύση που δεν είναι πανάκεια αλλά που προσφέρει μια μικρή βοήθεια. Ας υποθέσουμε πως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δανείζει την Αθήνα ώστε να αποσύρει κρατικά ομόλογα αξίας 80 δις ευρώ τα οποία σήμερα κρατά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ας θυμηθούμε πως η ΕΚΤ έχει πληρώσει μόνο 60 δις ευρώ γι’ αυτά, αγοράζοντάς τα σε χτυπημένες τιμές). Η ομάδα σκέψης Open Europe πιστεύει ότι μια τέτοια κίνηση θα συμβάλει στην μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας μόλις κατά 4.2%. Ο Γιούργκεν Μίκελς της Citigroup υπολογίζει ότι ακόμα και αν οι ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας αποδεχτούν μια ανάλογη συμφωνία, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί μόνο ως το 115%. Οι ακραιφνείς οπαδοί της Ευρώπης μπορούν βέβαια να υποστηρίξουν ότι η Ιταλία και το Βέλγιο εξυπηρετούσαν χρέος τέτοιων επιπέδων για 20 χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά η άποψή του είναι πως ακόμα και έτσι το ελληνικό χρέος δεν θα είναι βιώσιμο. Η Ελλάδα θα χρειαστεί περισσότερη βοήθεια.
Με δύο λόγια, ακόμα και με την καλύτερη δυνατή έκβαση το Μάρτιο, θα έχουμε άλλα 10 χρόνια οδυνηρών και σκληρών μεταρρυθμίσεων μπροστά μας. Το καλύτερο που μπορούν να τιμολογούν στην παρούσα φάση οι αγορές είναι ένα βήμα πριν τον γκρεμό.