Σελίδα 1 από 1

Σοκ και δέος στην Ευρωζώνη

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 29 Σεπ 2011, 03:04
από Admin
Στην ετήσια σύνοδο της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μαζεύτηκαν πολλοί άνθρωποι γεμάτοι φόβο και θυμό. Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε τον Αύγουστο του 2007 έχει εισέλθει σε νέα και πολύ πιο επικίνδυνη φάση. Αναδύεται πλέον ο φαύλος κύκλος ανατροφοδότησης της κρίσης μεταξύ τραπεζών και αδύναμων κρατών με εν δυνάμει καταστροφικές επιπτώσεις στην Ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό που καθιστά τη συγκεκριμένη διαδικασία ιδιαίτερα επίφοβη είναι ότι τα αδύναμα κράτη δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους ενώ η Ευρωζώνη δεν διαθέτει ηγεσία. Έχουμε σκεφτεί ότι η Ευρωζώνη μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την κρίση;

Ο βασικός κίνδυνος υπογραμμίζεται στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα: «Το ήμισυ των κρατικών τίτλων ύψους 6.5 τρις ευρώ που έχουν εκδώσει οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης εμφανίζει σημάδια υψηλού πιστωτικού ρίσκου, κατά συνέπεια οι τράπεζες που διαθέτουν υψηλή έκθεση σε αυτό το πολύ επικίνδυνο και με υψηλή μεταβλητότητα δημόσιο χρέος αντιμετωπίζουν σημαντικές πιέσεις στις αγορές».

Ο Κένεθ Ρογκόφ και η Κάρμεν Ράινχαρτ έχουν δείξει ότι οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις οδηγούν συχνά σε κρίσεις δημόσιου χρέος. Σε αυτό το στάδιο βρίσκεται ο κόσμος σήμερα και ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο τις μικρές περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης αλλά και την Ισπανία και την Ιταλία. Οι αμφιβολίες για τη δυνατότητα των κρατών να διαχειριστούν το χρέος τους υπονομεύει τις εκτιμήσεις για την ευρωστία των τραπεζών, και ευθέως επειδή οι τράπεζες έχουν υψηλή έκθεση σε επικίνδυνους κρατικούς τίτλους και εμμέσως επειδή μειώνεται η αξία των εγγυήσεων των κρατών.

Στη χειρότερη περίπτωση ο κόσμος βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη κρίση. Γι’ αυτό ο Αμερικανός Υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιντερ και η νέα διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ ασκούν συντονισμένες πιέσεις στους αξιωματούχους της Ευρωζώνης να αναλάβουν επιτέλους δράση. Οι μέρες του ‘πολύ λίγο, πολύ αργά’, τελείωσαν. Τυχόν αδυναμία για σωστή δράση τώρα θα είναι καταστροφική.

Τι ζητούν; Δύο πράγματα: την αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των αδύναμων τραπεζών σε αξιόπιστη βάση και την παροχή επαρκούς ρευστότητας προκειμένου ο πανικός των αγορών να μην καταλήξει σε κατάρρευση των τραπεζών και των ευάλωτων κρατών. Ακούγονται διάφορες εκτιμήσεις για τα απαιτούμενα ποσά. Οι Αμερικανοί, έχοντας κατά νου τη δική τους εμπειρία των ετών 2008-09 συνιστούν ‘σοκ και δέος’. Με δεδομένες τις χρηματοδοτικές ανάγκες των τραπεζών και των κρατών της Ευρωζώνης, αυτό μεταφράζεται σε κονδύλια που θα ξεπερνούν κατά πολύ το 1 τρις ευρώ, πιθανόν θα είναι πολλαπλάσια αυτού. Τέτοια νούμερα κάνουν όμως τους επιφυλακτικούς Γερμανούς να τρέμουν.

Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Καταρχήν μέσα στον Οκτώβριο η Ευρωζώνη – με λίγη καλή τύχη – θα έχει επικυρώσει την επέκταση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ύψους 440 δις ευρώ. Ο μηχανισμός θα είναι στη συνέχεια σε θέση να παράσχει κεφάλαια σε τράπεζες και να αγοράσει κρατικά ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές. Αλλά τα κεφάλαιά του δεν φτάνουν. Η Ευρωζώνη χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη δύναμη πυρός.

Κι εδώ έχουμε πέντε διαφορετικά σχέδια υπό συζήτηση. Όλα τους ενέχουν την μόχλευση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μηχανισμού είτε με έκδοση εγγυήσεων, είτε με δανεισμό από την ΕΚΤ, είτε με δανεισμό από τις αγορές. Αλλά από τη στιγμή που η Ευρώπη πρέπει να δράσει εδώ και τώρα, η μόνη οντότητα που μπορεί άμεσα να χορηγήσει τα απαιτούμενα κονδύλια είναι η ΕΚΤ.

Θα αποδώσει όλο αυτό; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει επτά κομμάτια. Καταρχήν, αν επιτευχθεί επιτέλους συμφωνία για δράση στην απαιτούμενη κλίμακα, ο πανικός θα σταματήσει. Δεύτερον, μπορεί να είναι αδύνατο να επιτευχθεί μια τέτοια συμφωνία, ιδίως αν η χρηματοδότηση εξαρτάται πρωτίστως από την ΕΚΤ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ο Μάριο Ντράγκι που θα αναλάβει την προεδρία της στις αρχές Νοεμβρίου είναι Ιταλός και θα βρεθεί στην πολύ δύσκολη θέση να πρέπει να σώσει τη δική του χώρα εν μέσω των διαμαρτυριών των Γερμανών που θα φωνάζουν για τις εκτροπές της κεντρικής τους τράπεζας.

Τρίτον, από τη στιγμή που οι τράπεζες και τα κράτη θα εξαρτηθούν από επίσημη χρηματοδότηση, μπορεί να δυσκολευτούν να επιστρέψουν στις αγορές. Τέταρτον, όλες αυτές οι ενέργειες δεν μπορούν να επιλύσουν τις βαθύτερες δυσκολίες του πράγματος: ότι δηλαδή τα κράτη που σήμερα αντιμετωπίζουν ισχυρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας θα χρειαστούν σημαντικές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό για πολύ καιρό – και δεν μπορούν να ελπίζουν σε πολλά από τον φοβισμένο ιδιωτικό τομέα.

Πέμπτον, είναι πολύ πιθανό ότι μετά από μια τέτοια διάσωση οι σπάταλες κυβερνήσεις θα επιστρέψουν στις παλιές κακές τους συνήθειες, κι αυτό θα απαιτήσει νέα εγχειρήματα διάσωσης. Έκτον, για να σταματήσουν οι εσωτερικές μεταβιβάσεις, θα πρέπει να υπάρξει μια διαδικασία προσαρμογής μέσα στην Ευρωζώνη η οποία θα συμπεριλαμβάνει και τις πλεονασματικές χώρες – αλλά ελάχιστες ενδείξεις έχουμε ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. Κατά συνέπεια η Ευρωζώνη κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια ένωση μη νόμιμων μεταβιβάσεων. Τέλος, υπάρχει ο κίνδυνος ένα φιλόδοξο πρόγραμμα να υπονομεύσει την ανώτατη πιστοληπτική αξιολόγηση των ισχυρών οικονομιών της Ευρωζώνης αν και το ίδιο θα συμβεί και σε περίπτωση κατάρρευσης.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι καμιά καλή επιλογή δεν απομένει στην Ευρωζώνη. Οι κίνδυνοι που ενέχονται σε καθεμία από τις προτεινόμενες δράσεις είναι μεγάλοι. Αλλά ο εναλλακτικός δρόμος της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης και των κρίσεων δημόσιου χρέους που θα πλήξουν ολόκληρο τον κόσμο είναι πολύ χειρότερος. Υπάρχει ανάγκη για μια τέτοια διάσωση και θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως το κόστος που πρέπει να καταβάλλει η Ευρώπη για την πολύ βιαστική της εμπλοκή σε ένα νομισματικό γάμο που δεν λύνεται, για την ανοχή της στην ανάδυση μεγάλων ανισορροπιών, για της αδυναμία να πειθαρχήσει τις τράπεζες της και για τις ανεπάρκειες της στην αντιμετώπιση της κρίσης.

Η Ευρωζώνη πρέπει να αποφασίσει τι θα γίνει όταν ενηλικιωθεί. Αλλά καταρχήν πρέπει να θα φτάσει αυτό το στάδιο. Το κόστος της διάλυσης είναι πολύ μεγάλο και μόνο για να το σκεφτούμε. Τα κράτη μέλη απλά πρέπει να το αποτρέψουν, δεν έχουν καμία άλλη εύλογη εναλλακτική λύση.