Τι μας λέει η αναταραχή των αγορών του Αυγούστου; Τρία πολύ σημαντικά πράγματα: Πρώτον, οι υπερχρεωμένες πλούσιες οικονομίες της Δύσης παραμένουν υπερβολικά ευάλωτες. Δεύτερον, οι επενδυτές δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στην ικανότητα των σχεδιαστών πολιτικής να επιλύσουν τα προβλήματα. Και τρίτον, σε μια συγκυρία μεγάλης ανησυχίας οι επενδυτές προτιμούν τα θεωρούμενα ως ασφαλέστερα περιουσιακά στοιχεία, και συγκεκριμένα τα ομόλογα των κρατών που διαθέτουν τις καλύτερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις, ανεξαρτήτως των προβλημάτων τους, καθώς και τον χρυσό. Όσοι φοβούνται αποπληθωρισμό αγοράζουν ομόλογα, όσοι φοβούνται πληθωρισμό αγοράζουν χρυσό και εκείνοι που δεν μπορούν να αποφασίσουν αγοράζουν και χρυσό και ομόλογα. Αλλά ελάχιστοι είναι οι επενδυτές και οι διαχειριστές που θέλουν να αναλάβουν μακροπρόθεσμους επενδυτικούς κινδύνους.
Καλώς ήρθατε λοιπόν σε κάτι που η Κάρμεν Ράινχαρτ του Peterson Institute και ο Κένεθ Ρογκόφ του Χάρβαρντ αποκάλεσαν ‘δεύτερη μεγάλη ύφεση’ – με την πρώτη Μεγάλη Ύφεση να είναι βεβαίως η γνωστή μας ύφεση της δεκαετίας του 1930. Εκείνοι που προτιμούν πιο ήπιους τίτλους μπορούν να την αποκαλέσουν ‘ασθένεια της Ιαπωνίας’.
Πολλοί αναρωτιούνται σήμερα αν οι πλούσιες χώρες της Δύσης διατρέχουν τον κίνδυνο μιας ύφεσης ‘διπλού πυθμένα’. Η απάντηση είναι όχι επειδή απλά η πρώτη ύφεση δεν τελείωσε. Το ερώτημα είναι πόσο μεγαλύτερο βάθος και διάρκεια μπορεί να πάρει η παρούσα ύφεση. Ας μην παραβλέπουμε ότι έως και το δεύτερο τρίμηνο του 2011 καμιά από τις 6 μεγαλύτερες οικονομίες της Δύσης δεν είχε καταφέρει να επιστρέψει στα επίπεδα παραγωγής που είχε πετύχει πριν την έναρξη της κρίσης, το 2008. Οι ΗΠΑ και η Γερμανία πλησίαζαν στα σημεία εκκίνησής τους, με τη Γαλλία να βρίσκεται λίγο πιο πίσω. Αλλά η Βρετανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία σέρνονταν πολύ πιο πίσω.
Η καθ’ όλα έγκυρη αμερικανική Εθνική Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών ορίζει την ύφεση ως ‘σημαντική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας που απλώνεται στην οικονομία και κρατά παραπάνω από μερικούς μήνες’. Με τον τρόπο αυτό εστιάζει σε μεταβολές της παραγωγής και όχι των επιπέδων παραγωγής. Φυσιολογικά αυτό είναι σωστό. Αλλά η παρούσα ύφεση δεν είναι φυσιολογική. Όταν οι οικονομίες καταγράφουν μια τόσο οξεία κάμψη όπως αυτή που είδαμε κατά τη χειρότερη στιγμή της παρούσας κρίσης (η πτώση του ΑΕΠ από την κορυφή ως τον πάτο της καμπύλης κυμαίνονταν μεταξύ του 3.9% για τη Γαλλία και του 9.9% για την Ιαπωνία), η ανάκαμψη που δεν καταφέρνει να επαναφέρει την παραγωγή στο σημείο εκκίνησης δεν γίνεται αντιληπτή ως ανάκαμψη. Και αυτό ισχύει πρωτίστως αν η ανεργία παραμένει υψηλή, η απασχόληση περιορισμένη και η πλεονάζουσα παραγωγική ισχύς υψηλή. Στην Αμερική η ανεργία είναι ακόμα διπλάσια των επιπέδων προ της κρίσης.
Το βάθος της ύφεσης και η αδυναμία της ανάκαμψης αποτελούν και αποτέλεσμα και αιτία για τη συνεχιζόμενη αδυναμία των οικονομιών της Δύσης. Είναι αποτέλεσμα επειδή το υπερβολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα αλληλεπιδρά με τις μειωμένες τιμές των περιουσιακών στοιχείων, ιδίως στην αγορά ακινήτων, πιέζοντας τη ζήτηση. Αποτελεί κι αιτία επειδή όσο ασθενέστερη είναι η προβλεπόμενη ανάπτυξη της ζήτησης, τόσο μικρότερη είναι η επιθυμία των εταιρειών να επενδύσουν και τόσο πιο περιορισμένη η διάθεσή τους για δανεισμό. Με αυτό τον τρόπο καταλήγουμε σε μια οικονομία που αδυνατεί να σταθεί εκ νέου στα πόδια της και μπορεί να ξανακυλήσει προς τα κάτω.
Απέναντι σε αυτό το υπόβαθρο της συνεχιζόμενης αδυναμίας της οικονομίας, ας δούμε τώρα πώς οι άνθρωποι εκτιμούν τα τεκταινόμενα στην πολιτική σκηνή. Ούτε στην Αμερική ούτε και στην Ευρωζώνη, οι πολιτικοί που διαχειρίζονται, υποτίθεται, την κατάσταση – ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα και η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ – μοιάζουν να είναι κάτι παραπάνω από σιωπηλοί μάρτυρες γεγονότων σε εξέλιξη. Και οι δύο τους λειτουργούν ως ένα βαθμό ως εξωτερικοί παρατηρητές. Ο Μπάρακ Ομπάμα θα ήθελε να είναι ο πρόεδρος μιας χώρας που δεν υπάρχει. Στη φαντασία του οι Αμερικανοί βουλευτές είναι αποφασισμένοι να ενταφιάσουν τις διαφορές τους προκειμένου να πετύχουν την διακομματική αρμονία. Στην πραγματικότητα, είναι αντιμέτωπος με μια αντιπολίτευση που διαλέγει να οδηγήσει τη χώρα σε κατάρρευση προκειμένου να αποτύχει η δική του προεδρία. Παρομοίως και η Γερμανίδα καγκελάριος αναζητά έναν ανύπαρκτο μέσο δρόμο ανάμεσα στη γερμανική επιθυμία να συμμορφωθούν οι εταίροι της με τη γερμανική πειθαρχία και την αδυναμία εκείνων να κάνουν κάτι ανάλογο. Μόλις συνειδητοποιεί κανείς ότι ούτε η Αμερική ούτε η Ευρωζώνη μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια ταχεία αποκατάσταση της ανάπτυξης – στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο οι παραλυτικές διαμάχες σχετικά με το ποιες μπορεί να είναι αυτές οι προϋποθέσεις – αναμφίβολα καταλαμβάνεται από φόβο.
Και αυτό μας οδηγεί στο τρίτο ζήτημα: τις αρνητικές συνέπειες της διαρκώς ενισχυόμενης διάθεσης για αποφυγή του ρίσκου, και δη στο πλαίσιο μιας τόσο αδύναμης οικονομίας. Τείνοντας όλο και περισσότερο στο δρόμο της Ιαπωνίας, οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων έχουν βρεθεί εκεί που είχαν βρεθεί των ιαπωνικών τον Οκτώβριο του 1997, δηλαδή κοντά στο 2%. Κι αυτές οι χώρες λοιπόν θα έχουν να αντιμετωπίσουν κύματα αποπληθωρισμού; Μια μεγάλη ύφεση σίγουρα μπορεί να φέρει αποπληθωρισμό. Και ο αποπληθωρισμός αντιπροσωπεύει έναν πολύ πιο πιθανό κίνδυνο από τον υπερπληθωρισμό που τόσο τρομοκρατεί όλους όσους εστιάζουν στα δημόσια ελλείμματα και τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ακόμη ότι ένα σοκ που προκλήθηκε από μια μεγάλη διαμάχη για την αμερικάνικη δημοσιονομική πολιτική – τη συζήτηση σχετικά με την αύξηση του ορίου του δημόσιου χρέους – δεν προκάλεσε φυγή από τα αμερικανικά ομόλογα αλλά μαζική εισροή των επενδυτών σε αυτά. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει για δύο λόγους: Καταρχήν τα αμερικανικά ομόλογα ήταν πάντα το πρώτο ασφαλές λιμάνι σε μια καταιγίδα. Δεύτερον, το αποτέλεσμα θα είναι μια δραστική σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Σωστά οι επενδυτές εκτιμούν ότι η συνέπεια θα είναι η περαιτέρω εξασθένιση της οικονομίας, με δεδομένη την αδυναμία και του ιδιωτικού τομέα. Παρομοίως στην πάντα αδύναμη Ευρωζώνη οι επενδυτές αναζήτησαν καταφύγιο στον ‘ασφαλή λιμένα’ των γερμανικών κρατικών ομολόγων.
Εν τω μεταξύ όμως τα χρηματιστήρια υπέστησαν ένα καίριο πλήγμα. Είναι δύσκολο να κάνουμε προβλέψεις εδώ. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Σίλερ του Γέιλ, ο κυκλικά προσαρμοσμένος λόγος τιμών προς κέρδη για τις μετοχές των ΗΠΑ (με βάση τον S & P 500) είναι ένα τέταρτο υψηλότερα από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο του. Το 1982 οι αποτιμήσεις βρίσκονταν στο ένα τρίτο των παρόντων επιπέδων. Θα αποφύγουν οι αγορές μια τέτοια κατάρρευση; Αυτό εξαρτάται από το πότε και το πώς θα τελειώσει η μεγάλη ύφεση.
Ο Νούριελ Ρουμπίνι που είναι γνωστός ως ‘Δόκτωρ Καταστροφή’ προβλέπει μια μεγάλη κάμψη. Δεν αποκλείεται να επαληθευτεί. Τα επιτόκια είναι χαμηλά, τα δημόσια ελλείμματα είναι υψηλά και η Ευρωζώνη βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση. Οι κίνδυνοι ενός φαύλου κύκλου από τα αρνητικά θεμελιώδη στα πολιτικά σφάλματα, κι από εκεί στον πανικό και πίσω ξανά σε νέα αρνητικά θεμελιώδη είναι μεγάλοι και μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω κάμψη της οικονομίας.
Παρόλα αυτά, τίποτα δεν είναι ολοκληρωτικά χαμένο. Ιδίως οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας έχουν σημαντικά περιθώρια δημοσιονομικών κινήσεων – και πρέπει να τα χρησιμοποιήσουν. Αλλά δυστυχώς οι κυβερνήσεις που μπορούν να αυξήσουν τις δαπάνες τους δεν θέλουν να το κάνουν και εκείνες που θέλουν να τις αυξήσουν δεν το μπορούν. Ούτε οι κεντρικές τράπεζες έχουν εξαντλήσει το οπλοστάσιο τους. Θα πρέπει να τολμήσουν να το χρησιμοποιήσουν. Θα πρέπει επίσης να γίνουν πολύ περισσότερα ώστε να επισπευσθεί η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα και να ενισχυθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Άλλη μια κάμψη της οικονομίας τώρα θα αποτελέσει σίγουρη καταστροφή. Το σημαντικό, πάντως, είναι να μην προσεγγίζουμε μια κατάσταση τόσο επικίνδυνη όσο η σημερινή περιχαρακωμένοι στα στενά πλαίσια της συμβατικής σκέψης.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Το κτίριο της Όπερας του Καΐρου καταστράφηκε από φωτιά, το 1970. Ο πυροσβεστικός σταθμός βρισκόταν μέσα στο ίδιο κτίριο.
Παλεύοντας με τη Μεγάλη Ύφεση...
Συντονιστής: Agrafos