Έπειτα από δύο χρόνια όπου το επίκεντρο της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης μετακινούνταν από τη μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα στην άλλη, τώρα καταλήγει εκεί που πραγματικά ανήκει: στις Βρυξέλλες, το κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου αναμενόταν χτες η ανακοίνωση των προτάσεων για το ευρωομόλογο.
Όπως κι αν την έχουμε αναγνώσει μέχρι σήμερα, η ευρωπαϊκή κρίση μόνο εν μέρει αφορούσε τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Πρωτίστως είναι μια πολιτική κρίση, μια θεσμική κρίση και μια κρίση διακυβέρνησης. Έχει να κάνει με την αποτυχία της ΕΕ να αναπτύξει μηχανισμούς που θα διασφάλιζαν τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών μελών της και την παροχή συνδρομής στις χώρες σε περίπτωση ανάγκης. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να δούμε λύση στην κρίση αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα το πρόβλημα της διακυβέρνησης.
Δύο μύθοι έτρεφαν μέχρι στιγμής τις ελπίδες ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να βγει από την κρίση αλώβητη. Ο πρώτος ήταν ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού ορισμένων κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας αντανακλούσε απλά την απώλεια αξιοπιστίας ορισμένων κυβερνήσεων. Γι’ αυτό η λύση θα μπορούσε να έρθει μέσα από τη δέσμευση κάποιων κυβερνήσεων σε όλο και μεγαλύτερη λιτότητα με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο δεύτερος ήταν ότι σε περίπτωση που απειλούνταν πραγματικά η επιβίωση της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα ανέπτυσσε το σύνολο της ισχύος της για να αγοράσει ομόλογα και να αποτρέψει τη βύθιση της Ευρωζώνης στο οικονομικό χάος.
Ο πρώτος μύθος έχει καταπέσει πλήρως. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ισπανία, παρά τη συντριπτική νίκη του Λαϊκού Κόμματος, που στην προεκλογική του εκστρατεία είχε εμφανιστεί ως ‘δημοσιονομικό γεράκι’, από την επόμενη κιόλας των εκλογών, οι αποδόσεις των 10ετών ισπανικών ομολόγων ενισχύθηκαν κατά 0.25%, φτάνοντας το 6.52%. Παρομοίως και στην Ιταλία, παρά το διορισμό μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών υπό την ηγεσία του Μάριο Μόντι, οι αποδόσεις των 10ετών ιταλικών τίτλων παραμένουν στο 6.63%. Εν τω μεταξύ η ΕΚΤ συνεχίζει να κάνει ό,τι χρειάζεται προκειμένου να διαψεύσει και το δεύτερο μύθο, τονίζοντας ότι δεν μπορεί και δεν πρόκειται να ενεργήσει σαν δανειστής εσχάτου καταφυγίου για τις κυβερνήσεις.
Αντιμέτωποι με όλες αυτές τις προβληματικές πολιτικές αποφάσεις, επενδυτές, τράπεζες και εταιρείες περιορίζουν την έκθεσή τους στα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης – με την εξαίρεση των γερμανικών – καθώς θεωρούν ότι πρόκειται για χαρτιά που εμπεριέχουν πλέον πολλαπλούς κινδύνους: κινδύνους ρευστότητας, πιστωτικούς κινδύνους και – όλο και περισσότερο – συναλλαγματικούς κινδύνους.
Αλλά ακόμα κι αν η ΕΚΤ αλλάξει τη θέση της ως προς τη νομιμότητα μιας δέσμευσης της για παροχή εγγυήσεων στο κρατικό χρέος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτό θα λύσει το πρόβλημα. Η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει ομόλογα μόνο στις δευτερογενείς αγορές. Η παρέμβασή της δεν εγγυάται υποχρεωτικά την πρόσβαση της Ιταλίας και της Ισπανίας στις πρωτογενείς αγορές ομολόγων. Και δεν είναι καθόλου σαφές γιατί η παρέμβαση της ΕΚΤ θα μπορούσε να ενθαρρύνει την επιστροφή του ιδιωτικού τομέα στις αγορές ομολόγων, αφού καμία διαφορά δεν πρόκειται να επιφέρει στο συνολικό βάρος του χρέους των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας ενώ οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του θα παραμείνουν. Αντίθετα μάλιστα οι ιδιώτες επενδυτές γνωρίζουν ότι όσο αγοράζει η ΕΚΤ ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι δικοί της τίτλοι έχουν υψηλότερο στάτους από τους δικούς τους κι αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο ‘κούρεμα’ επί των δικών τους χαρτιών σε περίπτωση που το χρέος τελικά αποδειχτεί μη βιώσιμο.
Πέραν τούτων, η φυγή των επενδυτών από τις αγορές ομολόγων αποτελεί την πιο ορατή πλευρά της κρίσης της Ευρωζώνης. Εξίσου καταστροφική είναι όμως και η φυγή από το τραπεζικό σύστημα. Οι αγορές βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης σε δολάριο και μη ασφαλισμένων ομολόγων παραμένουν κλειστές από το καλοκαίρι. Ανάλογα δοκιμάζεται και η διατραπεζική αγορά. Οι τράπεζες υποχρεώνονται να αυξήσουν το κόστος και να μειώσουν τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων, υπονομεύοντας περαιτέρω την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.
Η ΕΚΤ στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αγοράσει χρόνο – αλλά γιατί; Κάθε πραγματική λύση πρέπει να αρχίσει με την αποκατάσταση της ήδη κατεστραμμένης αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης – κι αυτό απαιτεί τη δημιουργία του ευρωομολόγου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε χτες τις προτάσεις της για το ευρωομόλογο αλλά για να υπάρξει συμφωνία θα χρειαστεί πολύς καιρός, ίσως αρκετοί μήνες, ενώ για να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές στις συνθήκες θα χρειαστούν χρόνια. Εν τω μεταξύ το πραγματικό ερώτημα παραμένει – και ήταν πάντα – τι πολιτικά ανταλλάγματα θα ζητήσει η Γερμανία για να αποδεχτεί το ευρωομόλογο;
Ο μεγαλύτερος φόβος της Γερμανίας αφορά τον ηθικό κίνδυνο. Πώς θα μπορέσει να διασφαλίσει ότι τα κράτη θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις μεταρρυθμίσεις από τη στιγμή που θα χαλαρώσει η πίεση των αγορών; Η αντικατάσταση των εκλεγμένων πολιτικών με μη εκλεγμένους τεχνοκράτες μπορεί να αποδώσει μόνον βραχυπρόθεσμα. Τόσο ο πρόεδρος της Επιτροπής Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο όσο και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπέι προετοιμάζουν προτάσεις για τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος των ιδεών που είναι στο τραπέζι αφορά την ενίσχυση της εποπτείας στους εθνικούς προϋπολογισμούς και όχι την πλήρη δημοσιονομική και πολιτική ένωση που απαιτείται προκειμένου να προχωρήσει με αξιοπιστία η υπόθεση του ευρωομολόγου.
Ενδεχομένως η ένταση της κρίσης να υποχρεώσει σε δραματικές πολιτικές αλλαγές και στις Βρυξέλλες – όπως ήδη έκανε και σε κάποια κράτη μέλη. Ίσως οι κυβερνήσεις στο τέλος να αποδεχτούν μια ριζική μεταβίβαση της εθνικής τους κυριαρχίας στις Βρυξέλλες προκειμένου να αποφύγουν την καταστροφή που θα προέλθει από την κατάρρευση του ευρώ. Αλλά υπάρχει ο κίνδυνος – όπως συνέβη αρκετές φορές μέχρι σήμερα στην κρίση της Ευρωζώνης – όταν οι πολιτικοί αποφασίσουν επιτέλους να αναλάβουν δράση, αυτή να είναι ανεπαρκής και να έρθει πολύ - πολύ αργά.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Μετά την περίφημη εισβολή των Η.Π.Α. στη Γρενάδα, τον Οκτώβριο του 1983, ο αμερικανικός στρατός έκανε 9.000 παρασημοφορήσεις. Αν και στην απόβαση συμμετείχαν μόνο 7.000 άνδρες...
Βρυξέλλες : Το νέο επίκεντρο της κρίσης
Συντονιστής: Agrafos