• Το Γνωρίζατε;
  • Ο Τόμας Έντισον, ο εφευρέτης της ηλεκτρικής λάμπας, φοβόταν το σκοτάδι!

Σε αναζήτηση κοινού έδαφος Μέρκελ-Σαρκοζί

Συντονιστής: Agrafos

Άβαταρ μέλους
Admin
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Χωρίς σύνδεση
Δημοσιεύσεις: 554
Εγγραφή: Σάβ 27 Ιουν 2009, 15:47
Γένος:
Ελλάδα

Σε αναζήτηση κοινού έδαφος Μέρκελ-Σαρκοζί

Δημοσίευση από Admin »


Υπάρχουν δύο τρόποι να ερμηνεύσει κανείς την απόφαση που πήραν η Γερμανίδα καγκελάριος και ο Γάλλος πρόεδρος να ορίσουν ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα προκειμένου να προσδιοριστούν οι τελικές λεπτομέρειες ενός συνολικού πακέτου για την αντιμετώπιση της κρίσης της Ευρωζώνης. Η επίσημη γραμμή, όπως επέμεινε ο Νικολά Σαρκοζί τη νύχτα της Κυριακής στο Βερολίνο, είναι ότι έχουν κιόλας συμφωνήσει σε ένα σχέδιο αλλά χρειάζονται χρόνο για να επεξεργαστούν τις λεπτομέρειες του – κεκλεισμένων των θυρών. Άλλωστε έχουν στη διάθεσή τους μόλις δύο εβδομάδες ως τη νέα σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πήρε αναβολή μιας βδομάδας και θα γίνει στις 23 Οκτωβρίου.
Η πιο πιθανή ερμηνεία όμως είναι ότι οι ισχυρές διαφωνίες παραμένουν και χρειάζεται πολύ μεγάλη διαπραγμάτευση για να βρεθεί κοινό έδαφος μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας στα δύο βασικά και φλέγοντα επί του παρόντος ζητήματα: πρώτον, πότε θα γίνει η όποια ελληνική χρεοκοπία και δεύτερον, ποιος θα δώσει το χρήμα για την ανακεφαλαίωση των προβληματικών ευρωπαϊκών τραπεζών.
Στα μάτια πολλών μικρών κρατών μελών της Ευρωζώνης ο γαλλογερμανικός άξονας αποτελεί μια σύμπυξη ισχύος των δύο κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρώπης που συνασπίζονται για να υπαγορεύσουν με περίσσιο ηγεμονισμό στους μικρότερους εταίρους τους τι πρέπει να κάνουν και πώς να το κάνουν. Αν το δούμε όμως από μέσα, η εντύπωση είναι πως έχουμε δύο αμοιβαία δύσπιστες κυβερνήσεις που προσπαθούν να συμβιβάσουν τις βαθύτατες διαφορές τους.
Πριν αρχίσει η συνάντηση των δύο ηγετών στη γερμανική καγκελαρία την περασμένη Κυριακή, ένας Γερμανός αξιωματούχος δήλωνε ότι ‘υπάρχουν ακόμη κάποιες διαφορές μεταξύ μας’. Κρίνοντας από τις κοινοτοπίες που Μέρκελ και Σαρκοζί μας σέρβιραν στην συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, θα λέγαμε η δήλωση αυτή δεν περιγράφει επαρκώς το μέγεθος των διαφορών.
Από τότε που ξεκίνησε η ελληνική κρίση χρέους στα τέλη του 2009, απειλώντας να μολύνει τις αγορές ομολόγων των 17 κρατών-μελών της Ευρωζώνης, η Γαλλία και η Γερμανία αναζητούσαν από ένστικτο διάφορες λύσεις. Η εξεύρεση κοινού εδάφους υπήρξε ένας διαρκής αγώνας.
Στο Βερολίνο η Αγγέλα Μέρκελ και η κυβέρνησή της ανησυχούσαν για τον λεγόμενο ‘ηθικό κίνδυνο’ που προέκυπτε από τη διάσωση κρατών που ήταν κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση δανειολήπτες, όπως η Ελλάδα και πλέον η πολύ πιο ανησυχητική Ιταλία – που είναι ο μεγαλύτερος των Ευρωπαίων δανειοληπτών. Η Γερμανία εστίαζε μονίμως στην εξεύρεση των μακροπρόθεσμων λύσεων που θα διασφάλιζαν ότι ποτέ ξανά δεν θα συμβεί ανάλογη κρίση στην Ευρωζώνη, συχνά με αποτέλεσμα την επιδείνωση της βραχυπρόθεσμης αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το Βερολίνο ήθελε την εισαγωγή νέων κανόνων που θα επέβαλαν δημοσιονομική πειθαρχία στα άτακτα κράτη, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναγραφούν οι ευρωπαϊκές συνθήκες.
Αντίθετα, το Παρίσι ανησυχούσε πολύ περισσότερο για τη μόλυνση και ήταν πολύ πιο ανοιχτό στη διάσωση εκείνων των κρατών της Ευρωζώνης που η Γερμανία αποκαλούσε ‘δημοσιονομικούς παραβάτες’. Πίσω από την ανησυχία του Σαρκοζί βρισκόταν βεβαίως και ο φόβος ότι ακόμα και η Γαλλία θα μπορούσε να χάσει την ανώτατη πιστοληπτική της αξιολόγηση στις αγορές ομολόγων.
Και οι δύο κυβερνήσεις βεβαίως επέμεναν ότι είναι αδιανόητη η ελληνική χρεοκοπία, επειδή θα δημιουργούσε τρομακτικούς κινδύνους μόλυνσης. Αλλά στο Βερολίνο, όλο και περισσότεροι άρχισαν σταδιακά να πιστεύουν ότι η ελληνική χρεοκοπία είναι αναπόφευκτη και πως είναι καλύτερα να γίνει πιο σύντομα παρά πιο αργά. Αντίθετα στη Γαλλία η ελληνική χρεοκοπία θεωρείται ακόμη ως κάτι που πρέπει να καθυστερήσει με κάθε κόστος – σίγουρα μέχρι να διεξαχθούν οι γαλλικές προεδρικές εκλογές τον επόμενο Μάιο. Το πλήγμα για τις γαλλικές τράπεζες θα είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι για τις γερμανικές.
Οι ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής υπήρξαν σταθερά ένας παράγοντας που περιέπλεκε το πρόβλημα. Η απόφαση της Κυριακής – να συμφωνήσουν οι δύο ηγέτες σε ένα συνολικό πακέτο πριν τη σύνοδο των 20 πλουσιότερων οικονομιών του κόσμου που θα γίνει στις Κάνες στις 3-4 Νοεμβρίου – ήταν υποχώρηση της Μέρκελ στην επιθυμία του Σαρκοζί. Εκείνος είναι που θέλει απελπισμένα μια επιτυχημένη σύνοδο προκειμένου να υποστηρίξει την παραπαίουσα υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου.
Και η Μέρκελ βεβαίως θα ήθελε μια σύνοδο των G20 με θετικά αποτελέσματα. Για το Βερολίνο η χειρότερη δυνατή έκβαση είναι μια υπερατλαντική διαμάχη για την αποτυχία αντιμετώπισης της κρίσης της Ευρωζώνης. Η Γερμανίδα καγκελάριος αντιμετωπίζει όμως και υψηλούς τόνους από τις επικριτικές φωνές στο εσωτερικό του κράτους της για το κόστος των εγγυήσεων που παραχωρεί προς τα κράτη παραβάτες, και δη κυρίως στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού της.
Η ανακεφαλαίωση των γερμανικών τραπεζών θα είναι αντιδημοφιλής και ακριβή αλλά θα περάσει ευκολότερα στους Γερμανούς ψηφοφόρους από τη διάσωση των κρατών δανειοληπτών της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό το Βερολίνο επιμένει κατά τρόπο αδιαπραγμάτευτο πως κάθε χώρα θα πρέπει να χρηματοδοτήσει μόνη της τις τράπεζες της, ενώ η Γαλλία, ανήσυχη όντας για την ανώτατη πιστοληπτική της αξιολόγηση, θέλει η διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών να γίνει από το μηχανισμό διάσωσης της Ευρωζώνης ύψους 440 δις ευρώ.
Και οι δύο χώρες είναι πρόθυμες να αποδεχτούν τη μόχλευση του ευρωπαϊκού μηχανισμού προκειμένου να αυξήσουν τη δανειοδοτική ισχύ του, αλλά η Γερμανία δεν θέλει να ακούσει λέξη για τη χρήση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε αυτό – ακόμη πιο αρνητική είναι εξάλλου η ίδια η ΕΚΤ.
Το Βερολίνο επιδιώκει επίσης να αναλάβουν οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων μεγαλύτερο κούρεμα επί των απαιτήσεων τους από το 21% που προέβλεπε η συμφωνία της 21ης Ιουλίου. Πράγματι σε περίπτωση που οριστικοποιηθεί η συμφωνία συμμετοχής των ιδιωτών πιστωτών με τους όρους της 21ης Ιουλίου και η Ελλάδα στη συνέχεια κηρύξει χρεοστάσιο, οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα δεχτούν πολύ μεγαλύτερο πλήγμα από ό,τι οι τράπεζες και αυτό θα είναι άκρως άβολο πολιτικά για μια κυβέρνηση που πρώτη έθεσε με επιμονή το ζήτημα της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα.
Για τις γαλλικές τράπεζες ωστόσο η συμφωνία της 21ης Ιουλίου είναι πάρα πολύ καλή και παλεύουν με νύχια και με δόντια για τη διατήρησή της. Σε περίπτωση που η συμφωνία αυτή καταρρεύσει ή μεταβληθούν δραστικά οι όροι της, θα χρειαστούν πολύ περισσότερα κεφάλαια για να αποκαταστήσουν τους δείκτες τους.
Με τόσες διαφορές, λοιπόν, μόνο αν έθεταν ένα πολύ σφικτό χρονικά και δεσμευτικό πολιτικά χρονοδιάγραμμα θα μπορούσαν οι δυο πλευρές να ελπίσουν ότι για άλλη μια φορά θα βρουν κοινό έδαφος.

Επιστροφή στο “Κοινωνία”