Κρίσιμες ώρες για την Ελλάδα, για το ευρώ
Δημοσιεύτηκε: Τετ 20 Ιούλ 2011, 11:11
Τον χαρακτήρα ενός εξαιρετικά κρίσιμου «ραντεβού με την Ιστορία» προσλαμβάνει σταδιακώς η αυριανή σύνοδος κορυφής των χωρών του ευρώ στις Βρυξέλλες. Ενός ραντεβού όπου κατά βάση θα διακυβευθεί τόσο η μεσοπρόθεσμη πορεία της ελληνικής οικονομίας όσο και η τύχη του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, το οποίο αναμφιβόλως διέρχεται την κρισιμότερη καμπή της σύντομης ιστορίας του. Ενδεικτικό της κρισιμότητας των πραγμάτων είναι το γεγονός ότι τελικώς κρίθηκε άνευ νοήματος η σύγκλιση οποιασδήποτε συνόδου των υπουργών Οικονομίας της ζώνης του ευρώ και οι διαβουλεύσεις θα περάσουν απευθείας από το επίπεδο των τεχνοκρατών, όπου σήμερα κορυφώνονται, στο επίπεδο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των 17 χωρών του ευρώ.
Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι χθες τηλεφώνησε εκτάκτως στην καγκελάριο της Γερμανίας κυρία Αγκελα Μέρκελ ο πρόεδρος των ΗΠΑ κ Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος συζήτησε μαζί της το τι μέλλει γενέσθαι μ ε την Ελλάδα και συνολικότερα με το ζήτημα των χρεών των χωρών του ευρώ. Εν τω μεταξύ, σήμερα το βράδυ φθάνει στο Βερολίνο ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ Νικολά Σαρκοζί, με τον οποίο η καγκελάριος θα έχει δείπνο εργασίας. Αύριο οι συζητήσεις θα συνεχισθούν στις Βρυξέλλες με τη συμμετοχή όλων των ηγετών της ευρωζώνης και υπό την προεδρία του κ Χέρμαν Βαν Ρομπάϊ.
Εκ παραλλήλου συνεδριάζουν σήμερα στις Βρυξέλλες οι ομάδες των κορυφαίων εμπειρογνωμόνων των χωρών της ευρωζώνης (από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο κ Γιώργος Ζανιάς) και των απεσταλμένων των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο κ Γιώργος Γλυνός) με αντικείμενο τα σενάρια παρέμβασης που θα υπάρξουν αναλόγως προς τις αποφάσεις που θα λάβει η αυριανή σύνοδος κορυφής. Στο μεταξύ συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις της ευρωζώνης με το IIF - το «λόμπι» των 400 σημαντικότερων τραπεζών του κόσμου, όπου σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές έχει επιτευχθεί κάποια πρόοδος: η ευρωπαϊκή πλευρά και η πλευρά των τραπεζών έχουν συμφωνήσει επί των μεθόδων βάσει των οποίων θα κοστολογηθεί η όποια μορφή διάσωσης της Ελλάδας συμφωνηθεί.
Το βασικό αγκάθι εξακολουθεί να είναι το αν και κατά πόσο θα κληθούν να συνδράμουν οι τράπεζες που έχουν στη διάθεσή τους ελληνικά κρατικά ομόλογα, παρέχοντας κάποιας μορφής διευκολύνσεις προς την Ελλάδα. Οι διευκολύνσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν την μορφή είτε της επιμήκυνσης των χρονικών ορίων εξόφλησης των ομολόγων, είτε της επαναγοράς νέων ελληνικών ομολόγων άμα τη λήξει των παλαιών και υπό τον όρο της παροχής εγγυήσεων. Οι χρόνοι ωρίμανσης και τα επιτόκια είναι υπό διαπραγμάτευση, αλλά και υπό την κρίση των διεθνών οίκων αξιολόγησης, που εν προκειμένω έχουν τον ρόλο του επιδιαιτητή.
Η Γερμανία είναι η βασική υπέρμαχος του πειθαναγκασμού των τραπεζών σε συνδρομές υπέρ της Ελλάδας, αν και γνωρίζει ότι στην περίπτωση αυτή οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, (τους οποίους λαμβάνει υπόψη της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), θα υποβαθμίσουν σε έσχατα επίπεδα την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Κατά την Γερμανία οι τράπεζες θα πρέπει να διευκολύνουν την Ελλάδα, (δίδοντας κατά βάση νέα δάνεια) με ένα ποσό της τάξεως των 28 με 30 δις ευρώ. Με την άποψη αυτή συντάσσεται η Ολλανδία, αλλά και το ΔΝΤ, το οποίο φαίνεται πλέον αποφασισμένο να συρρικνώσει όσο περισσότερο γίνεται τη συνδρομή του στο δεύτερο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα και συνεπώς εύχεται τη μεγαλύτερη δυνατή συνδρομή του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές οι ανάγκες κάλυψης της Ελλάδας από τον προσεχή Σεπτέμβριο ως και το 2014 ανέρχονται σε 170 δις ευρώ. Από αυτά, περίπου 30 δισ θα καταβάλουν -ως ελέχθη - οι τράπεζες, 45 δις ευρώ θα προέλθουν -ως μη απορροφηθέντα - από το πρώτο πακέτο στήριξης της Ελλάδας, άλλα 30 δισ θα προέλθουν από την «εκμετάλλευση» της δημόσιας περιουσίας και - τέλος - άλλα 65 δις (πρόσθετα στα παλαιά 110 δις ευρώ) θα κληθούν να δανείσουν στην Ελλάδα οι χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ, με αναλογία δύο προς ένα.
Αν δεν συμμετάσχει ο ιδιωτικός τομέας στο δεύτερο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας τότε η ευρωζώνη και το ΔΝΤ θα πρέπει να προσθέσουν 95 δις ευρώ και όχι 65 δις. Κάτι που η κυρία Α Μέρκελ αρνείται επιμόνως προβάλλοντας λόγους οικονομικούς αλλά και νομικούς, αφού η συμβολή του ιδιωτικού τομέα αδυνατίζει την επιχειρηματολογία όλων όσοι στο εσωτερικό της Γερμανίας την κατηγορούν πως ενισχύει παρανόμως, από τον κρατικό κορβανά, την Ελλάδα.
Εξάλλου η γερμανική πλευρά θεωρεί ότι, η περαιτέρω υποβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης στο επίπεδο της λεγόμενης «επιλεκτικής χρεοκοπίας», δεν συνιστά μείζον πρόβλημα, παρά τις απειλές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι στην περίπτωση αυτή θα πάψει να δέχεται ενέχυρα τα ελληνικά ομόλογα.
Κατά τους Γερμανούς τεχνοκράτες η υποβάθμιση της Ελλάδας θα είναι μεταβατικού χαρακτήρα και η αναβάθμισή της μπορεί να συμβεί ακόμη και σε μια μέρα, ή εν πάση περιπτώσει τάχιστα. Και αυτό διότι μετά την υποβάθμιση θα υπάρχει πλέον μια νέα τάξη πραγμάτων, κυρίως σε ότι αφορά τη συρρίκνωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, την οποία οι διεθνείς οίκοι σύντομα θα αναγνωρίσουν. Πόσω μάλιστα, υποστηρίζουν οι Γερμανοί, όταν η Ελλάδα αρχίσει να αγοράζει τα ελληνικά ομόλογα, σε τρέχουσες και όχι σε ονομαστικές τιμές, με χρήματα που θα προέλθουν τόσο από τις ιδιωτικοποιήσεις, όσο και από τον ευρωμηχανισμό σταθεροπο ίησης. Το ελληνικό χρέος θα αρχίσει να μειώνεται σημαντικά και σταδιακώς θα ανοίξει ο δρόμος για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Φυσικά, από δω και στο εξής η Ελλάδα θα πρέπει να τηρεί το μνημόνιο πάση θυσία και χωρίς απολύτως καμία παρέκκλιση. Σε ότι αφορά τέλος τον κ Ζαν Κλοντ Τρισέ, οι Γερμανοί θεωρούν πως πάντα υπάρχουν «περιθώρια συνεννοήσης», έστω και λίγο δαπανηρά.
Αντίθετες προς τις γερμανικές αντιλήψεις δηλώνουν ωστόσο σχεδόν όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Η Ιταλία, δανείζεται πλέον με δεκαετή επιτόκια άνω του 6% και πλησιάζει επικινδύνως το 7%, δηλαδή το όριο που ανάγκασε την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία να ζητήσουν βοήθεια. Η Ισπανία ακολουθεί τα ίδια βήματα, ενώ προς τα άνω αρχίζουν να κινούνται και τα επιτόκια δανεισμού της Γαλλίας.
Και όλα αυτά διότι η αδυναμία της ευρωζώνης να αποφασίσει αν πως και πότε θα καλύψει την Ελλάδα έχει πυροδοτήσει την ανησυχία των επενδυτών οι οποίοι εσχάτως ξεφορτώνονται, «καλού-κακού», τα κρατικά ομόλογα όλων των χωρών που δεν κρίνονται απολύτως ασφαλείς. Συνήθως δε τα αντικαθιστούν με γερμανικά.
Η ενδεχόμενη περαιτέρω υποβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης αναμένεται ότι θα προκαλέσει πρόσθετα προβλήματα στα ομόλογα της Ιταλίας, της Ισπανίας, του Βελγίου και άλλων κρατών. Οι αγορές θα εκτιμήσουν ότι θα ακολουθήσουν τα βήματα της Ελλάδας και θα τους φερθούν αναλόγως. Εξάλλου οι χώρες αυτές χαρακτηρίζουν μάλλον αισιόδοξες τις γερμανικές απόψεις περί ταχύτατης αναβάθμισης της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης και θέτουν το ζήτημα των τρόπων κάλυψης της Ελλάδας σε περίπτωση καθυστέρησης. Παράλληλα κατά των γερμανικών αντιλήψεων έχουν λίγο-πολύ ταχθεί όλοι οι θεσμικοί παράγοντες της ΕΕ, δηλαδή ο κ Χέρμαν Βαν ΡομπάΪ, ο κ Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, ο κ Ζοσέ Μπαρόζο και ο κ Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ.
Αντίθετοι είναι φυσικά και οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών τραπεζών, πρωτίστως δε των ελληνικών που δεν θέλουν το μέλλον τους -ενδεχομένως - κρατικοποιημένο. Κατά την άποψη όλων αυτών η καλύτερη εκδοχή είναι ο δανεισμός της Ελλάδας από τον ευρωμηχανισμό για να αγοράσει σε τρέχουσες τιμές τα ομόλογά της. Παράλληλα από πολλές πλευρές προβάλλεται και η επιβολή ενός φόρου στις τράπεζες για τον ίδιο σκοπό. Με την ιδέα του φόρου συμφωνούν χώρες όπως η Ολλανδία,η Αυστρία, η Φινλανδία κ.α., ενώ διαφωνούν η Ιρλανδία και η Μάλτα.
Με άλλα λόγια μια μέρα πριν την κρισιμότερη σύνοδο κορυφής στην ιστορία της ευρωζώνης οι βασικοί πρωταγωνιστές της εμφανίζονται περισσότερο διχασμένοι παρά ποτέ. Η προοπτική ότι αύριο το μεσημέρι οι 17 ηγέτες, πολλοί εκ των οποίων ελάχιστα οικονομικά γνωρίζουν, θα αρχίσουν να εξετάζουν διάφορα οικονομετρικά υποδείγματα και πίνακες ωρίμανσης δανείων και επιτοκίων, σε συνδυασμό με τις αναφορές των οίκων αξιολόγησης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερη αισιοδοξία ως προς την έκβαση της συνόδου. Από την άλλη πλευρά οι εταίροι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στη διαμόρφωση των οικονομικών πολιτικών, δηλαδή οι αδηφάγες αγορές, τελούν εν αναμονή και βάζουν στοιχήματα: Θα αποφασίσει η κυρία Α Μέρκελ, για 30 δις ευρώ των τραπεζών, να διακυβεύσει την τύχη της Ευρώπης ή όχι; Αν ναι, υπάρχει κάποιο σχέδιο κάλυψης των άλλων χωρών του ευρώ, ή όχι; Και αν υπάρχει είναι πειστικό ή όχι;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα δοθούν, κατά πάσα πιθανότητα, αύριο, όπως άλλωστε και οι βασικές παράμετροι του σχεδίου για την Ελλάδα. Αν δε κριθεί αναγκαίο, θα συνέλθουν εκ νέου, εκτάκτως και συντόμως οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης για να ολοκληρώσουν τη συμφωνία της συνόδου κορυφής.
Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι χθες τηλεφώνησε εκτάκτως στην καγκελάριο της Γερμανίας κυρία Αγκελα Μέρκελ ο πρόεδρος των ΗΠΑ κ Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος συζήτησε μαζί της το τι μέλλει γενέσθαι μ ε την Ελλάδα και συνολικότερα με το ζήτημα των χρεών των χωρών του ευρώ. Εν τω μεταξύ, σήμερα το βράδυ φθάνει στο Βερολίνο ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ Νικολά Σαρκοζί, με τον οποίο η καγκελάριος θα έχει δείπνο εργασίας. Αύριο οι συζητήσεις θα συνεχισθούν στις Βρυξέλλες με τη συμμετοχή όλων των ηγετών της ευρωζώνης και υπό την προεδρία του κ Χέρμαν Βαν Ρομπάϊ.
Εκ παραλλήλου συνεδριάζουν σήμερα στις Βρυξέλλες οι ομάδες των κορυφαίων εμπειρογνωμόνων των χωρών της ευρωζώνης (από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο κ Γιώργος Ζανιάς) και των απεσταλμένων των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο κ Γιώργος Γλυνός) με αντικείμενο τα σενάρια παρέμβασης που θα υπάρξουν αναλόγως προς τις αποφάσεις που θα λάβει η αυριανή σύνοδος κορυφής. Στο μεταξύ συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις της ευρωζώνης με το IIF - το «λόμπι» των 400 σημαντικότερων τραπεζών του κόσμου, όπου σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές έχει επιτευχθεί κάποια πρόοδος: η ευρωπαϊκή πλευρά και η πλευρά των τραπεζών έχουν συμφωνήσει επί των μεθόδων βάσει των οποίων θα κοστολογηθεί η όποια μορφή διάσωσης της Ελλάδας συμφωνηθεί.
Το βασικό αγκάθι εξακολουθεί να είναι το αν και κατά πόσο θα κληθούν να συνδράμουν οι τράπεζες που έχουν στη διάθεσή τους ελληνικά κρατικά ομόλογα, παρέχοντας κάποιας μορφής διευκολύνσεις προς την Ελλάδα. Οι διευκολύνσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν την μορφή είτε της επιμήκυνσης των χρονικών ορίων εξόφλησης των ομολόγων, είτε της επαναγοράς νέων ελληνικών ομολόγων άμα τη λήξει των παλαιών και υπό τον όρο της παροχής εγγυήσεων. Οι χρόνοι ωρίμανσης και τα επιτόκια είναι υπό διαπραγμάτευση, αλλά και υπό την κρίση των διεθνών οίκων αξιολόγησης, που εν προκειμένω έχουν τον ρόλο του επιδιαιτητή.
Η Γερμανία είναι η βασική υπέρμαχος του πειθαναγκασμού των τραπεζών σε συνδρομές υπέρ της Ελλάδας, αν και γνωρίζει ότι στην περίπτωση αυτή οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, (τους οποίους λαμβάνει υπόψη της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), θα υποβαθμίσουν σε έσχατα επίπεδα την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Κατά την Γερμανία οι τράπεζες θα πρέπει να διευκολύνουν την Ελλάδα, (δίδοντας κατά βάση νέα δάνεια) με ένα ποσό της τάξεως των 28 με 30 δις ευρώ. Με την άποψη αυτή συντάσσεται η Ολλανδία, αλλά και το ΔΝΤ, το οποίο φαίνεται πλέον αποφασισμένο να συρρικνώσει όσο περισσότερο γίνεται τη συνδρομή του στο δεύτερο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα και συνεπώς εύχεται τη μεγαλύτερη δυνατή συνδρομή του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές οι ανάγκες κάλυψης της Ελλάδας από τον προσεχή Σεπτέμβριο ως και το 2014 ανέρχονται σε 170 δις ευρώ. Από αυτά, περίπου 30 δισ θα καταβάλουν -ως ελέχθη - οι τράπεζες, 45 δις ευρώ θα προέλθουν -ως μη απορροφηθέντα - από το πρώτο πακέτο στήριξης της Ελλάδας, άλλα 30 δισ θα προέλθουν από την «εκμετάλλευση» της δημόσιας περιουσίας και - τέλος - άλλα 65 δις (πρόσθετα στα παλαιά 110 δις ευρώ) θα κληθούν να δανείσουν στην Ελλάδα οι χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ, με αναλογία δύο προς ένα.
Αν δεν συμμετάσχει ο ιδιωτικός τομέας στο δεύτερο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας τότε η ευρωζώνη και το ΔΝΤ θα πρέπει να προσθέσουν 95 δις ευρώ και όχι 65 δις. Κάτι που η κυρία Α Μέρκελ αρνείται επιμόνως προβάλλοντας λόγους οικονομικούς αλλά και νομικούς, αφού η συμβολή του ιδιωτικού τομέα αδυνατίζει την επιχειρηματολογία όλων όσοι στο εσωτερικό της Γερμανίας την κατηγορούν πως ενισχύει παρανόμως, από τον κρατικό κορβανά, την Ελλάδα.
Εξάλλου η γερμανική πλευρά θεωρεί ότι, η περαιτέρω υποβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης στο επίπεδο της λεγόμενης «επιλεκτικής χρεοκοπίας», δεν συνιστά μείζον πρόβλημα, παρά τις απειλές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι στην περίπτωση αυτή θα πάψει να δέχεται ενέχυρα τα ελληνικά ομόλογα.
Κατά τους Γερμανούς τεχνοκράτες η υποβάθμιση της Ελλάδας θα είναι μεταβατικού χαρακτήρα και η αναβάθμισή της μπορεί να συμβεί ακόμη και σε μια μέρα, ή εν πάση περιπτώσει τάχιστα. Και αυτό διότι μετά την υποβάθμιση θα υπάρχει πλέον μια νέα τάξη πραγμάτων, κυρίως σε ότι αφορά τη συρρίκνωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, την οποία οι διεθνείς οίκοι σύντομα θα αναγνωρίσουν. Πόσω μάλιστα, υποστηρίζουν οι Γερμανοί, όταν η Ελλάδα αρχίσει να αγοράζει τα ελληνικά ομόλογα, σε τρέχουσες και όχι σε ονομαστικές τιμές, με χρήματα που θα προέλθουν τόσο από τις ιδιωτικοποιήσεις, όσο και από τον ευρωμηχανισμό σταθεροπο ίησης. Το ελληνικό χρέος θα αρχίσει να μειώνεται σημαντικά και σταδιακώς θα ανοίξει ο δρόμος για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Φυσικά, από δω και στο εξής η Ελλάδα θα πρέπει να τηρεί το μνημόνιο πάση θυσία και χωρίς απολύτως καμία παρέκκλιση. Σε ότι αφορά τέλος τον κ Ζαν Κλοντ Τρισέ, οι Γερμανοί θεωρούν πως πάντα υπάρχουν «περιθώρια συνεννοήσης», έστω και λίγο δαπανηρά.
Αντίθετες προς τις γερμανικές αντιλήψεις δηλώνουν ωστόσο σχεδόν όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Η Ιταλία, δανείζεται πλέον με δεκαετή επιτόκια άνω του 6% και πλησιάζει επικινδύνως το 7%, δηλαδή το όριο που ανάγκασε την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία να ζητήσουν βοήθεια. Η Ισπανία ακολουθεί τα ίδια βήματα, ενώ προς τα άνω αρχίζουν να κινούνται και τα επιτόκια δανεισμού της Γαλλίας.
Και όλα αυτά διότι η αδυναμία της ευρωζώνης να αποφασίσει αν πως και πότε θα καλύψει την Ελλάδα έχει πυροδοτήσει την ανησυχία των επενδυτών οι οποίοι εσχάτως ξεφορτώνονται, «καλού-κακού», τα κρατικά ομόλογα όλων των χωρών που δεν κρίνονται απολύτως ασφαλείς. Συνήθως δε τα αντικαθιστούν με γερμανικά.
Η ενδεχόμενη περαιτέρω υποβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης αναμένεται ότι θα προκαλέσει πρόσθετα προβλήματα στα ομόλογα της Ιταλίας, της Ισπανίας, του Βελγίου και άλλων κρατών. Οι αγορές θα εκτιμήσουν ότι θα ακολουθήσουν τα βήματα της Ελλάδας και θα τους φερθούν αναλόγως. Εξάλλου οι χώρες αυτές χαρακτηρίζουν μάλλον αισιόδοξες τις γερμανικές απόψεις περί ταχύτατης αναβάθμισης της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης και θέτουν το ζήτημα των τρόπων κάλυψης της Ελλάδας σε περίπτωση καθυστέρησης. Παράλληλα κατά των γερμανικών αντιλήψεων έχουν λίγο-πολύ ταχθεί όλοι οι θεσμικοί παράγοντες της ΕΕ, δηλαδή ο κ Χέρμαν Βαν ΡομπάΪ, ο κ Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, ο κ Ζοσέ Μπαρόζο και ο κ Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ.
Αντίθετοι είναι φυσικά και οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών τραπεζών, πρωτίστως δε των ελληνικών που δεν θέλουν το μέλλον τους -ενδεχομένως - κρατικοποιημένο. Κατά την άποψη όλων αυτών η καλύτερη εκδοχή είναι ο δανεισμός της Ελλάδας από τον ευρωμηχανισμό για να αγοράσει σε τρέχουσες τιμές τα ομόλογά της. Παράλληλα από πολλές πλευρές προβάλλεται και η επιβολή ενός φόρου στις τράπεζες για τον ίδιο σκοπό. Με την ιδέα του φόρου συμφωνούν χώρες όπως η Ολλανδία,η Αυστρία, η Φινλανδία κ.α., ενώ διαφωνούν η Ιρλανδία και η Μάλτα.
Με άλλα λόγια μια μέρα πριν την κρισιμότερη σύνοδο κορυφής στην ιστορία της ευρωζώνης οι βασικοί πρωταγωνιστές της εμφανίζονται περισσότερο διχασμένοι παρά ποτέ. Η προοπτική ότι αύριο το μεσημέρι οι 17 ηγέτες, πολλοί εκ των οποίων ελάχιστα οικονομικά γνωρίζουν, θα αρχίσουν να εξετάζουν διάφορα οικονομετρικά υποδείγματα και πίνακες ωρίμανσης δανείων και επιτοκίων, σε συνδυασμό με τις αναφορές των οίκων αξιολόγησης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερη αισιοδοξία ως προς την έκβαση της συνόδου. Από την άλλη πλευρά οι εταίροι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στη διαμόρφωση των οικονομικών πολιτικών, δηλαδή οι αδηφάγες αγορές, τελούν εν αναμονή και βάζουν στοιχήματα: Θα αποφασίσει η κυρία Α Μέρκελ, για 30 δις ευρώ των τραπεζών, να διακυβεύσει την τύχη της Ευρώπης ή όχι; Αν ναι, υπάρχει κάποιο σχέδιο κάλυψης των άλλων χωρών του ευρώ, ή όχι; Και αν υπάρχει είναι πειστικό ή όχι;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα δοθούν, κατά πάσα πιθανότητα, αύριο, όπως άλλωστε και οι βασικές παράμετροι του σχεδίου για την Ελλάδα. Αν δε κριθεί αναγκαίο, θα συνέλθουν εκ νέου, εκτάκτως και συντόμως οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης για να ολοκληρώσουν τη συμφωνία της συνόδου κορυφής.