Ο πήχης της αυτοδυναμίας και τα σενάρια για αλλαγή εκλογικού νόμου
Δημοσιεύτηκε: Τετ 16 Νοέμ 2011, 16:00
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου, που συζητήθηκε αρχικά - ορισμένες τουλάχιστον πλευρές του, όπως είναι η λίστα-, στις διαβουλεύσεις των πολιτικών αρχηγών και επανήλθε από τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ κ. Γ. Παπανδρέου στη σύσκεψη των στελεχών του Κόμματος που μετέχουν της κυβερνήσεως Λουκά Παπαδήμου, εκφράζει μία πραγματικότητα που έχει σχέση με το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων και τη δυνατότητα επίτευξης αυτοδυναμίας στις προσεχείς εκλογές.
Eίναι γεγονός ότι η απόκτηση της αυτοδυναμίας από το πρώτο σε ψήφους κόμμα καθίσταται πλέον εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα με βάση και τα ευρήματα όλων ανεξαιρέτως των δημοσκοπήσεων, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτήματα κατά πόσον η προσφυγή στις κάλπες, χωρίς την αλλαγή του υφιστάμενου εκλογικού νόμου, θα λειτουργήσει ως διέξοδο στο πολιτικό τέλμα. Το αδιέξοδο αυτό επιτείνεται με δεδομένο ότι είναι απαγορευτική και η επίτευξη προεκλογικής συνεργασίας των πολιτικών κομμάτων, καθώς με βάση το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα διενεργηθούν οι εκλογές, σ΄ αυτήν την περίπτωση, ακόμη και αν ο συνασπισμός κομμάτων κερδίσει την πλειοψηφία, θα έχει σημαντική απώλεια εδρών.
Η εκλογική αναμέτρηση της 4ης Οκτωβρίου 2009, που έφερε το ΠαΣοΚ στην κυβέρνηση, ήταν η τελευταία αναμέτρηση που διεξήχθη με το «νόμο Σκανδαλίδη» που είχε ψηφιστεί τις παραμονές των εκλογών του 2004. Οι προσεχείς εκλογές- μετά την μη κατάθεση και ψήφιση από τη Βουλή του νέου εκλογικού νόμου που είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση το ΠαΣοΚ- θα διεξαχθούν με το «νόμο Παυλόπουλου», ο οποίος ψηφίσθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ.
Ο «νόμος Παυλόπουλου» προβλέπεται «μπόνους» 50 εδρών, αντί 40 του «Νόμου Σκανδαλίδη», υπέρ του πρώτου κόμματος, ενώ οι υπόλοιπες 250 έδρες μοιράζονται κατά απόλυτα αναλογικό τρόπο σε όλα τα κόμματα που ξεπερνούν το 3%, το οποίο συνιστά το όριο για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των σχηματισμών που συμμετέχουν στις εκλογές. Ταυτόχρονα, λειτουργεί κατά των προεκλογικών συνεργασιών, καθώς προβλέπει ότι σε περίπτωση που κάποιος συνασπισμός κομμάτων έρθει πρώτος σε ψήφους, τότε χάνει το «μπόνους» των 50 εδρών.
Η αύξηση του «μπόνους» για το πρώτο κόμμα από 40 σε 50 έδρες, κατεβάζει το ποσοστό που απαιτείται για την επίτευξη της αυτοδυναμίας και ενισχύει ταυτόχρονα το πρώτο σε ψήφους κόμμα. Έτσι, το ασφαλές ποσοστό για την επίτευξη αυτοδυναμίας, που σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση το πρώτο κόμμα θα εκλέξει 151 βουλευτές, «κατεβαίνει» από 41,5% που ήταν με το «Νόμο Σκανδαλίδη» στο 39,5%. Μειώνεται, δηλαδή, κατά περίπου 2%. Αυτό λειτουργεί ενισχυτικά για το πρώτο κόμμα το οποίο αυξάνει τον αριθμό των εδρών του.
Έτσι, για παράδειγμα, αν οι εκλογές του 2009 διεξήγοντο με το «νόμο Παυλόπουλου», το ΠαΣοΚ με το ίδιο ποσοστό (43,92) θα εξέλεγε 165 βουλευτές, ενώ με το «νόμο Σκανδαλίδη» εξέλεξε 160. Οι επιπλέον έδρες που λαμβάνει το πρώτο σε ψήφους κόμμα με το «νόμο Παυλόπουλου», αφαιρούνται κυρίως από το δεύτερο σε ψήφους κόμμα: Η ΝΔ (33,48%), δηλαδή, θα εξέλεγε, σ΄ αυτήν την περίπτωση, 88 από 91 βουλευτές που εξέλεξε στις εκλογές του 2009, ενώ θα έχαναν από μία το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Με το «νόμο Παυλόπουλου», από την άλλη πλευρά, το ποσοστό για την εξασφάλιση της ασφαλούς αυτοδυναμίας, το οποίο συνιστά, κατά τους εκλογολόγους τον αποκαλούμενο «πήχη της αυτοδυναμίας», μπορεί να υποχωρήσει από 39,5% γύρω στο 37%. Αυτό, όμως, δεν εξαρτάται από τα ποσοστά των κομμάτων - ακόμη και με μία ψήφο διαφορά από το δεύτερο, το κόμμα που έρχεται πρώτο σε ψήφους μπορεί να εξασφαλίσει αυτοδυναμία -, αλλά από δύο βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, από το πόσα κόμματα τελικά θα «σπάσουν» το φράγμα του 3% και κατορθώσουν να εισέλθουν στη Βουλή. Ο περιορισμός της «χαμένης ψήφου» και η είσοδος περισσοτέρων κομμάτων στο Κοινοβούλιο δυσχεραίνει την αυτοδυναμία. Στην περίπτωση, δηλαδή, κατά την οποίας οι Οικολόγοι-Πράσινοι, ελάμβαναν το ποσοστό των ευρωεκλογών του 2009 (3,49%), που σημαίνει ότι θα έμπαιναν στη Βουλή και ο αριθμός των κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο δεν θα ήταν πέντε αλλά έξι, τότε το πρώτο κόμμα για να εξασφάλιζε αυτοδυναμία μόνον αν ελάμβανε πάνω από το 40% των ψήφων.
Με αμετάβλητη τη δύναμη όλων των άλλων κομμάτων, η είσοδος, ή μη, έκτου κόμματος στο Κοινοβούλιο προσθέτει ή αφαιρεί τέσσερις έδρες από τη δύναμη του πρώτου κόμματος, το οποίο με επίδοση κοντά στο 39,5% εξασφαλίζει αυτοδυναμία με τον «νόμο Παυλόπουλου» και πεντακομματική κοινοβουλευτική σύνθεση.
Ο «πήχης της αυτοδυναμίας» δεν επηρεάζεται άμεσα ούτε από το ποσοστό της αποχής, τα λευκά ή τα άκυρα ψηφοδέλτια. Η αποχή, όπως και τα λευκά και τα άκυρα ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται βέβαια στην κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών και έτσι φαινομενικώς αφήνουν «αδιάφορα» τα μεγάλα κόμματα. Ωστόσο, αν στις προσεχείς εκλογές επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη των ειδικών για μικρότερη συμμετοχή σε σχέση με το 2009, λόγω και της γενικότερης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, τούτο μπορεί να ευνοήσει τα μικρότερα κόμματα. Κι αυτό γιατί, αν προσέλθουν στις κάλπες λιγότεροι ψηφοφόροι, ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων για να μπουν τα μικρότερα κόμματα στη Βουλή μπορεί να μειωθεί ακόμη και κάτω από τις 200.000, γεγονός που τους επιτρέπει να σπάσουν ευκολότερα το φράγμα του 3% και να εισέλθουν στη Βουλή.
Δεύτερον, από το ποιο θα είναι αθροιστικά το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Έτσι, αν τα κόμματα που μείνουν εκτός Βουλής συγκεντρώσουν αθροιστικά ποσοστό περί το 2,5%, τότε για να επιτευχθεί ο στόχος της αυτοδυναμίας το πρώτο κόμμα θα πρέπει να καταγράψει εκλογική δύναμη που να υπερβαίνει πανελλαδικά το 39,5%. Στην περίπτωση όμως που η αθροιστική δύναμη την οποία θα καταγράψουν τα μικρότερα κόμματα εμφανιστεί σε υψηλότερα επίπεδα, ο «πήχης της αυτοδυναμίας» μπορεί να υποχωρήσει δύο και πλέον εκατοστιαίες μονάδες.
Με άλλα λόγια, ο «πήχης της αυτοδυναμίας» υποχωρεί όσο αυξάνονται τα ποσοστά της «χαμένης ψήφου», δηλαδή της προτίμησης προς κόμματα που δεν θα λάβουν κοινοβουλευτικό «εισιτήριο». Αντιστοίχως, ο περιορισμός της «χαμένης ψήφου» και η είσοδος περισσοτέρων κομμάτων στο Κοινοβούλιο δυσχεραίνει την αυτοδυναμία. Έτσι, λοιπόν, αν το αθροιστικό ποσοστό των πολιτικών κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής θα κυμανθεί από 7% ως 9% - στις εκλογές του 2009 ήταν 4,5% -, τότε το ποσοστό αυτοδυναμίας κατεβαίνει γύρω στο 37%.
Είναι προφανές λοιπόν ότι σε καθοριστικό παράγοντα για την επίτευξη ή μη αυτοδυναμίας, εκτός βεβαίως από τα ποσοστά τα οποία θα λάβει το πρώτο σε ψήφους κόμμα, αναδεικνύονται τα μικρά κόμματα (Δημοκρατική Αριστερά, Οικολόγοι Πράσινοι, Δημοκρατική Συμμαχία, ΄Αρμα Πολιτών). Τα εν λόγω κόμματα εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν τον «πήχη αυτοδυναμίας», είτε εισέλθουν είτε μείνουν εκτός Βουλής. Εάν μπουν στη Bουλή τότε η αυτοδυναμία θα είναι πολύ δύσκολη για το πρώτο κόμμα, οπότε θα είναι πιθανό να βρεθούν ακόμα και εντός κυβέρνησης αφού θα χρειάζεται η στήριξη τους για να υπάρχει πλειοψηφία. Εάν μείνουν εκτός Κοινοβουλίου θα δημιουργήσουν μεγάλο αριθμό υπολοίπων που ο εκλογικός νόμος χαρίζει στο πρώτο κόμμα όποτε η αυτοδυναμία γίνεται πιο πιθανή.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα ποσοστά τα οποία συγκεντρώνουν σήμερα τα δύο μεγάλα κόμμα, με βάση τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, δεν επαρκούν για να υπερβούν τον «πήχη της αυτοδυναμίας», γεγονός που σημαίνει ότι η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες είναι αμφίβολο αν θα επιφέρει τελικά κυβερνητική σταθερότητα η οποία διασφαλίζεται με το σχηματισμό ισχυρής και αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Eίναι γεγονός ότι η απόκτηση της αυτοδυναμίας από το πρώτο σε ψήφους κόμμα καθίσταται πλέον εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα με βάση και τα ευρήματα όλων ανεξαιρέτως των δημοσκοπήσεων, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτήματα κατά πόσον η προσφυγή στις κάλπες, χωρίς την αλλαγή του υφιστάμενου εκλογικού νόμου, θα λειτουργήσει ως διέξοδο στο πολιτικό τέλμα. Το αδιέξοδο αυτό επιτείνεται με δεδομένο ότι είναι απαγορευτική και η επίτευξη προεκλογικής συνεργασίας των πολιτικών κομμάτων, καθώς με βάση το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα διενεργηθούν οι εκλογές, σ΄ αυτήν την περίπτωση, ακόμη και αν ο συνασπισμός κομμάτων κερδίσει την πλειοψηφία, θα έχει σημαντική απώλεια εδρών.
Η εκλογική αναμέτρηση της 4ης Οκτωβρίου 2009, που έφερε το ΠαΣοΚ στην κυβέρνηση, ήταν η τελευταία αναμέτρηση που διεξήχθη με το «νόμο Σκανδαλίδη» που είχε ψηφιστεί τις παραμονές των εκλογών του 2004. Οι προσεχείς εκλογές- μετά την μη κατάθεση και ψήφιση από τη Βουλή του νέου εκλογικού νόμου που είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση το ΠαΣοΚ- θα διεξαχθούν με το «νόμο Παυλόπουλου», ο οποίος ψηφίσθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ.
Ο «νόμος Παυλόπουλου» προβλέπεται «μπόνους» 50 εδρών, αντί 40 του «Νόμου Σκανδαλίδη», υπέρ του πρώτου κόμματος, ενώ οι υπόλοιπες 250 έδρες μοιράζονται κατά απόλυτα αναλογικό τρόπο σε όλα τα κόμματα που ξεπερνούν το 3%, το οποίο συνιστά το όριο για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των σχηματισμών που συμμετέχουν στις εκλογές. Ταυτόχρονα, λειτουργεί κατά των προεκλογικών συνεργασιών, καθώς προβλέπει ότι σε περίπτωση που κάποιος συνασπισμός κομμάτων έρθει πρώτος σε ψήφους, τότε χάνει το «μπόνους» των 50 εδρών.
Η αύξηση του «μπόνους» για το πρώτο κόμμα από 40 σε 50 έδρες, κατεβάζει το ποσοστό που απαιτείται για την επίτευξη της αυτοδυναμίας και ενισχύει ταυτόχρονα το πρώτο σε ψήφους κόμμα. Έτσι, το ασφαλές ποσοστό για την επίτευξη αυτοδυναμίας, που σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση το πρώτο κόμμα θα εκλέξει 151 βουλευτές, «κατεβαίνει» από 41,5% που ήταν με το «Νόμο Σκανδαλίδη» στο 39,5%. Μειώνεται, δηλαδή, κατά περίπου 2%. Αυτό λειτουργεί ενισχυτικά για το πρώτο κόμμα το οποίο αυξάνει τον αριθμό των εδρών του.
Έτσι, για παράδειγμα, αν οι εκλογές του 2009 διεξήγοντο με το «νόμο Παυλόπουλου», το ΠαΣοΚ με το ίδιο ποσοστό (43,92) θα εξέλεγε 165 βουλευτές, ενώ με το «νόμο Σκανδαλίδη» εξέλεξε 160. Οι επιπλέον έδρες που λαμβάνει το πρώτο σε ψήφους κόμμα με το «νόμο Παυλόπουλου», αφαιρούνται κυρίως από το δεύτερο σε ψήφους κόμμα: Η ΝΔ (33,48%), δηλαδή, θα εξέλεγε, σ΄ αυτήν την περίπτωση, 88 από 91 βουλευτές που εξέλεξε στις εκλογές του 2009, ενώ θα έχαναν από μία το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Με το «νόμο Παυλόπουλου», από την άλλη πλευρά, το ποσοστό για την εξασφάλιση της ασφαλούς αυτοδυναμίας, το οποίο συνιστά, κατά τους εκλογολόγους τον αποκαλούμενο «πήχη της αυτοδυναμίας», μπορεί να υποχωρήσει από 39,5% γύρω στο 37%. Αυτό, όμως, δεν εξαρτάται από τα ποσοστά των κομμάτων - ακόμη και με μία ψήφο διαφορά από το δεύτερο, το κόμμα που έρχεται πρώτο σε ψήφους μπορεί να εξασφαλίσει αυτοδυναμία -, αλλά από δύο βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, από το πόσα κόμματα τελικά θα «σπάσουν» το φράγμα του 3% και κατορθώσουν να εισέλθουν στη Βουλή. Ο περιορισμός της «χαμένης ψήφου» και η είσοδος περισσοτέρων κομμάτων στο Κοινοβούλιο δυσχεραίνει την αυτοδυναμία. Στην περίπτωση, δηλαδή, κατά την οποίας οι Οικολόγοι-Πράσινοι, ελάμβαναν το ποσοστό των ευρωεκλογών του 2009 (3,49%), που σημαίνει ότι θα έμπαιναν στη Βουλή και ο αριθμός των κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο δεν θα ήταν πέντε αλλά έξι, τότε το πρώτο κόμμα για να εξασφάλιζε αυτοδυναμία μόνον αν ελάμβανε πάνω από το 40% των ψήφων.
Με αμετάβλητη τη δύναμη όλων των άλλων κομμάτων, η είσοδος, ή μη, έκτου κόμματος στο Κοινοβούλιο προσθέτει ή αφαιρεί τέσσερις έδρες από τη δύναμη του πρώτου κόμματος, το οποίο με επίδοση κοντά στο 39,5% εξασφαλίζει αυτοδυναμία με τον «νόμο Παυλόπουλου» και πεντακομματική κοινοβουλευτική σύνθεση.
Ο «πήχης της αυτοδυναμίας» δεν επηρεάζεται άμεσα ούτε από το ποσοστό της αποχής, τα λευκά ή τα άκυρα ψηφοδέλτια. Η αποχή, όπως και τα λευκά και τα άκυρα ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται βέβαια στην κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών και έτσι φαινομενικώς αφήνουν «αδιάφορα» τα μεγάλα κόμματα. Ωστόσο, αν στις προσεχείς εκλογές επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη των ειδικών για μικρότερη συμμετοχή σε σχέση με το 2009, λόγω και της γενικότερης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, τούτο μπορεί να ευνοήσει τα μικρότερα κόμματα. Κι αυτό γιατί, αν προσέλθουν στις κάλπες λιγότεροι ψηφοφόροι, ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων για να μπουν τα μικρότερα κόμματα στη Βουλή μπορεί να μειωθεί ακόμη και κάτω από τις 200.000, γεγονός που τους επιτρέπει να σπάσουν ευκολότερα το φράγμα του 3% και να εισέλθουν στη Βουλή.
Δεύτερον, από το ποιο θα είναι αθροιστικά το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Έτσι, αν τα κόμματα που μείνουν εκτός Βουλής συγκεντρώσουν αθροιστικά ποσοστό περί το 2,5%, τότε για να επιτευχθεί ο στόχος της αυτοδυναμίας το πρώτο κόμμα θα πρέπει να καταγράψει εκλογική δύναμη που να υπερβαίνει πανελλαδικά το 39,5%. Στην περίπτωση όμως που η αθροιστική δύναμη την οποία θα καταγράψουν τα μικρότερα κόμματα εμφανιστεί σε υψηλότερα επίπεδα, ο «πήχης της αυτοδυναμίας» μπορεί να υποχωρήσει δύο και πλέον εκατοστιαίες μονάδες.
Με άλλα λόγια, ο «πήχης της αυτοδυναμίας» υποχωρεί όσο αυξάνονται τα ποσοστά της «χαμένης ψήφου», δηλαδή της προτίμησης προς κόμματα που δεν θα λάβουν κοινοβουλευτικό «εισιτήριο». Αντιστοίχως, ο περιορισμός της «χαμένης ψήφου» και η είσοδος περισσοτέρων κομμάτων στο Κοινοβούλιο δυσχεραίνει την αυτοδυναμία. Έτσι, λοιπόν, αν το αθροιστικό ποσοστό των πολιτικών κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής θα κυμανθεί από 7% ως 9% - στις εκλογές του 2009 ήταν 4,5% -, τότε το ποσοστό αυτοδυναμίας κατεβαίνει γύρω στο 37%.
Είναι προφανές λοιπόν ότι σε καθοριστικό παράγοντα για την επίτευξη ή μη αυτοδυναμίας, εκτός βεβαίως από τα ποσοστά τα οποία θα λάβει το πρώτο σε ψήφους κόμμα, αναδεικνύονται τα μικρά κόμματα (Δημοκρατική Αριστερά, Οικολόγοι Πράσινοι, Δημοκρατική Συμμαχία, ΄Αρμα Πολιτών). Τα εν λόγω κόμματα εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν τον «πήχη αυτοδυναμίας», είτε εισέλθουν είτε μείνουν εκτός Βουλής. Εάν μπουν στη Bουλή τότε η αυτοδυναμία θα είναι πολύ δύσκολη για το πρώτο κόμμα, οπότε θα είναι πιθανό να βρεθούν ακόμα και εντός κυβέρνησης αφού θα χρειάζεται η στήριξη τους για να υπάρχει πλειοψηφία. Εάν μείνουν εκτός Κοινοβουλίου θα δημιουργήσουν μεγάλο αριθμό υπολοίπων που ο εκλογικός νόμος χαρίζει στο πρώτο κόμμα όποτε η αυτοδυναμία γίνεται πιο πιθανή.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα ποσοστά τα οποία συγκεντρώνουν σήμερα τα δύο μεγάλα κόμμα, με βάση τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, δεν επαρκούν για να υπερβούν τον «πήχη της αυτοδυναμίας», γεγονός που σημαίνει ότι η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες είναι αμφίβολο αν θα επιφέρει τελικά κυβερνητική σταθερότητα η οποία διασφαλίζεται με το σχηματισμό ισχυρής και αυτοδύναμης κυβέρνησης.