Σελίδα 1 από 1

ΣΥΡΙΖΑ: Με ποιους θα πάμε, ποιους θα αφήσουμε

Δημοσιεύτηκε: Τρί 10 Ιουν 2014, 03:03
από Agrafos
Η προηγούμενη διετία βρήκε τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια ιλιγγιώδη πορεία, κατά τη διάρκεια της οποίας αρχικώς αντέδρασε ως «επιβάτης»· εν συνεχεία προσπάθησε να μετακινηθεί στη θέση του οδηγού των πολιτικών εξελίξεων. Για τον Αλ. Τσίπρα και την ηγετική ομάδα η περίοδος αυτή λειτούργησε ως χρόνος προσαρμογής. Οι πρόσφατες εκλογές επέδρασαν υπό αυτή την έννοια ως διαδικασία επιβεβαίωσης κάποιων δεδομένων. Το εκλογικό ποσοστό που έλαβε το κόμμα στις κάλπες της 25ης Μαΐου ερμηνεύτηκε ως στοιχείο παγίωσης μιας εκλογικής βάσης και από εκεί και έπειτα, μια άλλη διαδικασία πολιτικής αναζήτησης βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Το αντικείμενό της θα μπορούσε να περιγραφεί με το ερώτημα: «Και τώρα, τι;»· ή πιο συγκεκριμένα, «πώς προχωρούμε, σε ποιους απευθυνόμαστε και με ποιους συνεργαζόμαστε;».

Ενα από τα κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν πλέον τη δράση και τη δημόσια έκφραση των επιδιώξεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ενσωμάτωσή του στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Αυτό θέλησε να επισημάνει ο κ. Τσίπρας με τις πρόσφατες συναντήσεις που είχε στις Βρυξέλλες με τους Μάρτιν Σουλτς, Γκι Φέρχοφσταντ και Σκα Κέλερ, με αντικείμενο τον σεβασμό του αποτελέσματος των ευρωεκλογών και υπό αυτή την έννοια, την εκκίνηση της διαδικασίας έγκρισης του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ από το Ευρωκοινοβούλιο ως νέου προέδρου της Επιτροπής. Από την άλλη πλευρά, οι πολιτικές αξιώσεις που διατύπωσε ο κ. Τσίπρας κατά την επίσκεψή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια μπορεί να είχαν επιθετικό χαρακτήρα ως προς τις διατυπώσεις («να μη διανοηθεί η κυβέρνηση...»), όμως στην ουσία αποκάλυψαν μια στρατηγική επιδίωξη: να επισημάνει με επίσημο τρόπο ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ ότι ως εκ της θεσμικής του ιδιότητας διεκδικεί ρόλο συνομιλητή και λόγο στα όσα συμβαίνουν στη χώρα.

Στο πλαίσιο αυτό, μια πτυχή των διαθέσεων του κ. Τσίπρα αναμένεται να εκδηλωθεί με σαφέστερο τρόπο τις αμέσως επόμενες ημέρες και εβδομάδες. Πρόκειται για τη διάθεση που έχει εμμέσως εκδηλώσει η αξιωματική αντιπολίτευση, σε ό,τι αφορά τον ρόλο της εν όψει της συζήτησης για τη διευθέτηση του χρέους.

Εθνική συζήτηση για το χρέος
Χωρίς να έχει διατυπωθεί με κατηγορηματικό τρόπο η απόφαση, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνουν σε κατ' ιδίαν συζητήσεις ότι θα ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε μια εθνική συζήτηση για το θέμα του χρέους - με δεδομένη φυσικά τη διαφορετική τους άποψη για το πώς μπορεί να λυθεί ή να δρομολογηθεί το ζήτημα.

Με αυτό σχετίζεται και η εκ πρώτης όψεως ακατανόητη αξίωση του κ. Τσίπρα να έχει λόγο για το πρόσωπο που θα τοποθετηθεί στη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, μία από τις θέσεις-κλειδιά στην επικοινωνία και σχέση της χώρας με την Ενωση.

Πίσω από την κίνηση αυτή κρύβεται ένα μήνυμα, κυρίως προς το εξωτερικό: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε διάθεση να συνομιλήσει με τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων, έστω και με διαφορετική ατζέντα και φιλοσοφία από αυτές που επικράτησαν στα πρώτα χρόνια της κρίσης.

Στο ίδιο πλαίσιο, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ζητήσει μια επίσημη συνάντηση με τον διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Το ραντεβού δεν έχει ακόμη οριστεί, όμως εκτιμάται ότι θα γίνει τις επόμενες εβδομάδες και εν όψει της κρίσιμης διαδικασίας των τεστ αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζών, η οποία και θα δρομολογήσει τη διευθέτηση του χρέους.

«Να αφήσουμε το ΠαΣοΚ ήσυχο...»
Υπό αυτές τις συνθήκες, μείζονα ζητήματα επανεξετάζονται και δογματισμοί του πρόσφατου παρελθόντος τείνουν να εγκαταλειφθούν (έστω και με βαριά καρδιά...) ακόμη και από την πτέρυγα εκείνων που έβλεπαν την αποχώρηση από το ευρώ ως μοναδική διέξοδο της χώρας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρόσφατη μελέτη του, η οποία δημοσιοποιήθηκε λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, ο καθηγητής Κ. Λαπαβίτσας δεν αναφερόταν πλέον σε έξοδο της χώρας από την ΟΝΕ και εγκατάλειψη του ευρώ, αλλά ενέτασσε τον εαυτό του στη συζήτηση περί διαγραφής του χρέους, με επιχειρηματολογία για τις διάφορες εκδοχές μιας ενδεχόμενης λύσης.

Στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν σήμερα ότι διαθέτουν μια πολυτέλεια. Εν σχέσει με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της χώρας εκτιμούν ότι έχουν την αντικειμενική δυνατότητα να τηρήσουν στάση παρατηρητή και να μην εμπλακούν άμεσα σε μια συζήτηση για το πολιτικό σκηνικό και τις αναπόφευκτες αναδιατάξεις του.

Η αντίληψη που κυριαρχεί και εκφράζεται και από κορυφαία στελέχη όπως ο Ι. Δραγασάκης είναι πως το κόμμα τους κατέχει ήδη μια σαφή θέση στο νέο σκηνικό.

Συνομιλητές του Αντιπροέδρου της Βουλής μεταφέρουν πως εκτιμά ότι το κόμμα αποτελεί ήδη έναν διαμορφωμένο πόλο αναφοράς στο νέο πολιτικό σύστημα. «Η κρίση ταυτότητας είναι ένα πρόβλημα που οι άλλοι αντιμετωπίζουν πολύ εντονότερα από εμάς» φέρεται να δηλώνει ο κ. Δραγασάκης και σε αυτό το πλαίσιο να συμπληρώνει πως «καλώς συζητούμε για συνεργασίες».

Ομως το ηγετικό στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δηλώνει πως εξακολουθεί να εκκρεμεί μια κρίσιμη διαδικασία. «Πρέπει να γεφυρώσουμε την κοινωνία με την πολιτική» αναφέρει στις κατ' ιδίαν συζητήσεις του και σημειώνει πως κύριος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το πεδίο είναι η διαμόρφωση νέων κοινωνικών υποκειμένων.

Το θέμα των συνεργασιών είναι μια συζήτηση εν εξελίξει στην Κουμουνδούρου, αλλά και πέραν των στενών κομματικών ορίων. Με το βλέμμα στραμμένο στη συζήτηση της Κεντροαριστεράς και περί αυτήν οι διαθέσεις είναι ενδεικτικές. «Το ΠαΣοΚ πρέπει να το αφήσουμε ήσυχο. Δεν πρέπει ούτε να το χτυπάμε με δογματικό τρόπο, ούτε να πετάμε τη σκούφια μας για μια συνεργασία μαζί του» είναι μια φράση που μεταφέρεται από τον κύκλο του αντιπροέδρου της Βουλής, ο οποίος παραπέμπει τη συζήτηση και στα όσα εξελίσσονται στην Ευρώπη, όπου δειλά ξεκινά μια συζήτηση περί στροφής της σοσιαλδημοκρατίας στις ριζοσπαστικές της ρίζες.

Στον ηγετικό κύκλο στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ η σκέψη που κυριαρχεί είναι πως απαιτείται, τουλάχιστον σε ό,τι τους αφορά, μια υπέρβαση των βασικών πολιτικών σχημάτων του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατικών και των κομμουνιστικών κομμάτων. Με αυτούς τους όρους, θεωρούν ότι με τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας υπάρχουν πιθανότητες «συνάντησης», «εφόσον αυτή επιστρέψει στις ριζοσπαστικές της ρίζες», ενώ εκτιμούν ότι ο χώρος του ΚΚΕ είναι «διεκδικήσιμος», με δεδομένη την επιθετική στάση της ηγεσίας του Περισσού.

Με αυτούς τους λόγους, πρώτιστη επιλογή του κ. Τσίπρα δεν είναι η αναζήτηση κοινοβουλευτικών αθροισμάτων, αλλά η επιδίωξη δημιουργίας μιας κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής. Οπερ σημαίνει ότι απαιτείται κάποιος χρόνος ωρίμανσης των διαδικασιών, έστω και αν για μία ακόμη φορά στο επιτελείο του προβλέπουν ένα θερμό φθινόπωρο, με αφορμή τη συζήτηση για το χρέος και πιθανή θρυαλλίδα εξελίξεων τη διάψευση των προσδοκιών που έχουν καλλιεργηθεί από την κυβέρνηση.

Οι δύο απόψεις

«Ψύχραιμος ριζοσπαστισμός» ή «γκετοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ;

Αποψη 1η: «Καταστροφή η στροφή προς το Κέντρο»

Με τη συζήτηση για τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο υπό διαμόρφωση πολιτικό τοπίο ανοιχτή, οι προσεγγίσεις και οι τοποθετήσεις στο θέμα των συνεργασιών του κόμματος διαφοροποιούνται.

Οι πρώτες ενδείξεις είναι χαρακτηριστικές. Η πλευρά της Αριστερής Πλατφόρμας, είτε διά του Π. Λαφαζάνη στα όργανα του κόμματος είτε σε κατ' ιδίαν συζητήσεις, τάσσεται αναφανδόν υπέρ του ανοίγματος στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και κατά της επιχειρούμενης διεύρυνσης προς τις δυνάμεις του Κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας.

Χαρακτηριστικό σε αυτό το πεδίο είναι το γεγονός ότι πρόσωπα όπως ο Κ. Λαπαβίτσας τοποθετούνται πλέον διά της αρθρογραφίας τους και επί του καθαρά πολιτικού ζητήματος, έχοντας ουσιαστικά εγκαταλείψει τη συζήτηση για το νόμισμα, η οποία κυριάρχησε προεκλογικά. Η πολιτική θέση που περιγράφει τη φιλοσοφία τους είναι ο «ψύχραιμος ριζοσπαστισμός», ως «όπλο και προστασία για την Αριστερά».

Σε μία δική του αποτίμηση για το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών, ο κ. Λαπαβίτσας σημειώνει: «Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του εκλογικού αποτελέσματος ήταν η πολυδιάσπαση της συνολικής ψήφου, πράγμα που συνέβη κυρίως γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατόρθωσε να δώσει όραμα ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής. Αντίθετα διάλεξε να αναμετρηθεί στις εκλογές κινούμενος προς το Κέντρο και οδήγησε έτσι σε μείωση της εκλογικής του επιρροής. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισε τα λαϊκά στρώματα ότι κατέχει την απάντηση στην κρίση, ότι έχει το πρόγραμμα και τους ανθρώπους για να ανατρέψει τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα που σταδιακά εμφανίζεται. Γι' αυτό και η ψήφος του συρρικνώθηκε, παρά το γεγονός ότι ήρθε πρώτος».

Στο ίδιο κείμενο που δημοσιεύτηκε στο iskra.gr ο γνωστός καθηγητής αναφέρεται στην «αντίφαση να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ μειωμένη εκλογική επιρροή τη στιγμή ακριβώς που ο Αλέξης Τσίπρας ετοιμάζεται για την πρωθυπουργία» και θεωρεί ότι το στοιχείο αυτό δείχνει πως τα πολιτικά πράγματα βρίσκονται σε σημείο καμπής. «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε κυρίαρχο πολιτικό κόμμα, αλλά μόνο αν προχωρήσει σε ριζοσπαστική ανανέωση της φυσιογνωμίας του. Αν αντίθετα συνεχίσει την πορεία προς το Κέντρο, υπάρχει σαφέστατα ο κίνδυνος να υποχωρήσει κι άλλο η ψήφος του και να μη συμβεί ποτέ ο εκλογικός θρίαμβος της Αριστεράς», σημειώνει.

Αποψη 2η: «Ο κίνδυνος γκετοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ»

Διαμετρικά αντίθετες είναι οι εκτιμήσεις και οι προθέσεις της μερίδας στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία προέρχονται από τον χώρο του ΠαΣοΚ. Επιμένουν πως το 27% της εκλογικής δύναμης είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα αυτής της πρώτης διεύρυνσης που επιχειρήθηκε ήδη από το 2010.

Στη βάση αυτής της αντίληψης, τα πασοκογενή στελέχη, όπως οι βουλευτές Αλ. Μητρόπουλος, Π. Κουρουμπλής, Ι. Μιχελογιαννάκης, ο ευρωβουλευτής Κ. Χρυσόγονος κ.ά. φαίνεται πως είναι αποφασισμένα να διεκδικήσουν χώρο, ρόλο και λόγο στον ΣΥΡΙΖΑ ενόψει της νέας πολιτικής περιόδου και σύμφωνα με πληροφορίες κινούνται στην κατεύθυνση μιας συνολικής πολιτικής τοποθέτησης.

Αναμένεται πως η τάση αυτή θα εκδηλωθεί τις αμέσως προσεχείς εβδομάδες στις συνεδριάσεις των οργάνων, όπου το θέμα της περαιτέρω στρατηγικής θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης.

Ηδη, ο κ. Μητρόπουλος έχει εκφράσει τις απόψεις του προφορικώς και εγγράφως στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ και έχει μεταξύ των άλλων εκφράσει τη διαφωνία του με τη βασική εκτίμηση που κυριαρχεί στο κόμμα. Ειδικότερα, διαφωνεί με την άποψη ότι τα μεγάλα εκλογικά ποσοστά του Μαΐου - Ιουνίου 2012 είναι αποκλειστικό επίτευγμα του στενού οργανωτικού πυρήνα του «παλαιού ΣΥΡΙΖΑ» και ότι η συμβολή των προσώπων τής σοσιαλιστικής διεύρυνσης και των θέσεων που διατυπώνουν δεν συνέβαλε στα αποτελέσματα αυτά.

Στο πλαίσιο αυτό και σε μία κριτική τοποθέτηση για τα όσα προηγήθηκαν των αυτοδιοικητικών εκλογών, η συγκεκριμένη μερίδα στελεχών θεωρεί «δεδομένη τη λανθασμένη θέση τής μη διεύρυνσης προς τους συνδέσμους του 27% και τους κοινωνικούς παράγοντες των τοπικών κοινωνιών» και χαρακτηρίζει λανθασμένη την κεντρική ερμηνεία για την «ιδιοκτησία» του 27%.

Βλέπει δε ως ορατή απειλή την ενδεχόμενη απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ από συνομιλητές στα αριστερά του αλλά και την ανάσχεση της διαδικασίας διεύρυνσης λόγω των διεργασιών στον χώρο της Κεντροαριστεράς, με κίνδυνο την «πολιτική γκετοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ».

Εκφράζοντας δε μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση από εκείνην της Αριστερής Πλατφόρμας και άλλων συνιστωσών του «παλαιού» ΣΥΡΙΖΑ, η Σοσιαλιστική Τάση επιμένει πως «η Αριστερά, ακόμη και στις δύσκολες στιγμές του βίου της, πλάτυνε με κάθε τρόπο την κοινωνική πυραμίδα παρέμβασής της ώστε να ενώσει τις τοπικές κοινωνίες στη βάση των κοινών προβλημάτων».