Σελίδα 1 από 1

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ

Δημοσιεύτηκε: Δευ 10 Ιαν 2011, 09:16
από Agrafos
Όταν το ΔΝΤ «επισκέπτεται» μία χώρα, η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε σχέση με τη φυσική καταστροφή που θα προκαλούσε ένας βομβαρδισμός εκ μέρους του ΝΑΤΟ - το αποτέλεσμα για τη χώρα «υποδοχής» του, είναι σχετικά το ίδιο: η απόλυτη καταστροφή της.

Είναι πραγματικά απίστευτο, δεν είναι εύκολο δηλαδή να κατανοήσει κανείς το πώς κατάφερε η Πολιτική μίας τόσο πλούσιας χώρας, όπως η Ελλάδα, να την οδηγήσει στην αδυναμία πληρωμών των οφειλών της - από εκεί, αμέσως μετά, χωρίς ουσιαστικά την παραμικρή προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης δανεισμού (την οποία μόνοι μας προκαλέσαμε), στα νύχια του ΔΝΤ. Πόσο μάλλον όταν η «διαχείριση» του ελάχιστου συγκριτικά συνολικού χρέους της, δημοσίου και ιδιωτικού, ήταν κάτι παραπάνω από εφικτή – όπως έχει πρόσφατα επισημάνει ακόμη και η τράπεζα των τραπεζών.

Είναι εμφανές λοιπόν ότι, η Ελλάδα έχει, από δεκαετίες τώρα, ένα τεράστιο «έλλειμμα διακυβέρνησης», το οποίο δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της εκάστοτε ηγετικής της ομάδας. Για παράδειγμα, η Εθνική Τράπεζα, όπως πολλές άλλες εταιρείες και χώρες, ανεξάρτητα από τον όποιο διευθύνοντα σύμβουλο της, επιτυγχάνει συνήθως τα καλύτερα αποτελέσματα - συγκριτικά με τα υπόλοιπα Ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό οφείλεται προφανώς στο υγιές ευρύτερο στελεχιακό δυναμικό της, το οποίο λειτουργεί από μόνο του εξαιρετικά επιτυχημένα. Δυστυχώς, εδώ ακριβώς αποτυγχάνει διαχρονικά η χώρα μας, η οποία, κατά τα φαινόμενα, δεν διαθέτει ανάλογο «κρατικό μηχανισμό» - γεγονός που μας οδηγεί στο «οδυνηρό συμπέρασμα» ότι, μόνο η «δημιουργική καταστροφή» του υφιστάμενου μηχανισμού, ενδεχομένως με τη βοήθεια της «χρεοκοπίας», θα μπορούσε να «επιφέρει» την απαιτούμενη αλλαγή του.

Ειδικότερα, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλύσει σχετικά εύκολα τα προβλήματα της, εάν η ηγεσία της είχε αντιληφθεί έγκαιρα τους κινδύνους (ίσως ακόμη δεν είναι πολύ αργά), με την εξής απλή «διαδικασία»:

Με τις προβλέψεις 2010, το δημόσιο χρέος θα ήταν περίπου 129% του ΑΕΠ - οπότε το ιδιωτικό 123% του ΑΕΠ (240 δις € ΑΕΠ). Εάν λοιπόν οι Έλληνες επιχειρηματίες (τράπεζες κλπ) επένδυαν το 40% του ΑΕΠ σε κρατικά περιουσιακά στοιχεία, τότε το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν στο 89% του ΑΕΠ - ενώ το ιδιωτικό θα αυξανόταν στα 163% του ΑΕΠ (στα επίπεδα του Καναδά).

Σε μία τέτοια περίπτωση, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας θα ήταν σχετικά ικανοποιητική, χωρίς καμία ουσιαστική διαφοροποίηση, οπότε η πιστοληπτική της ικανότητα (αξιολόγηση) θα παρέμενε σε φυσιολογικά επίπεδα. Επομένως, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα δανεισμού ή «εμπλοκής» του ΔΝΤ στα εσωτερικά της – πόσο μάλλον εάν απευθυνόταν για δανεισμό σε νέες «πηγές» (Κίνα, Ρωσία, Αραβία κλπ), ως όφειλε, αν μη τι άλλο για τη διασπορά των κινδύνων.

Η ανάληψη βέβαια χρέους (επενδύσεις, ανάπτυξη) εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα, προϋποθέτει την εμπιστοσύνη του απέναντι στο κράτος – όπως διαπιστώνεται από τη Γαλλία, όπου το ιδιωτικό χρέος είναι τριπλάσιο του δημοσίου (στην Ελλάδα, το ιδιωτικό χρέος είναι χαμηλότερο του δημοσίου). Η εμπιστοσύνη όμως αυτή δεν υπάρχει στη χώρα μας (κρίση εμπιστοσύνης), με την αποκατάσταση της να αποτελεί τη μεγαλύτερη φροντίδα όποιας κυβέρνησης θα επιθυμούσε πραγματικά να οδηγήσει την Ελλάδα στη θέση που της αξίζει.

Δυστυχώς τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη και η Ελλάδα οδηγήθηκε στο ΔΝΤ χωρίς καν να ερωτηθούν οι Πολίτες της, καθώς επίσης χωρίς να ενημερωθούν προηγουμένως για τις «εγκληματικές» τακτικές του – οι οποίες συνήθως οδηγούν σε έναν θανατηφόρο στασιμοπληθωρισμό, σε απώλεια της Εθνικής κυριαρχίας και σε πολλά άλλα «δεινά». Κατ’ επέκταση, είναι «φύσει» αδύνατον να εμπιστευθεί κανείς ένα «σύστημα εξουσίας» το οποίο, παρά το ότι ψηφίζεται με κριτήριο το υποβληθέν πρόγραμμα διακυβέρνησης, είναι τόσο «αντιδημοκρατικό», τόσο υπερβολικά απολυταρχικό καλύτερα, που δεν τηρεί ούτε στο ελάχιστο τις προεκλογικές του δεσμεύσεις – «υπεξαιρώντας» εμφανώς την ψήφο των Πολιτών της χώρας του, καθώς επίσης τη στήριξη των στελεχών του.

Σημειώνοντας ότι η Αργεντινή, μετά από αρκετά χρόνια λεηλασίας της από το ΔΝΤ, υπό την ηγεσία ενός «ενδοτικού» πρωθυπουργού, οδηγήθηκε τελικά στη χρεοκοπία, παραθέτουμε μέρος παλαιότερου άρθρου μας, σε σχέση με τα αποτελέσματα της εισβολής των συνδίκων του διαβόλου στην πάμπλουτη Βραζιλία.

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ

Η Βραζιλία (άρθρο μας), η 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αναζητώντας λύση στα «δανειακά» της προβλήματα, «αναγκάσθηκε» να αποδεχθεί τη «βοήθεια» του ΔΝΤ. Έναντι αυτής της βοήθειας, η κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε την υποχρέωση να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα εξοικονόμησης πόρων, περιορίζοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού της από το 8,1% του ΑΕΠ το 1998, στο 4,7% το 1999 – ήτοι κατά 3,4% μέσα σε ένα έτος (η Ελλάδα σήμερα έχει συναινέσει σε πολύ μεγαλύτερο περιορισμό των ελλειμμάτων της). Για να μπορέσει να επιτύχει κάτι τέτοιο, ο υπουργός οικονομικών παρουσίασε ένα πρόγραμμα, το οποίο προέβλεπε αυξήσεις φόρων, μειώσεις δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης την αναμόρφωση του κρατικού συστήματος συντάξεων – όπως πρόσφατα ο υπουργός οικονομικών της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση της Βραζιλίας, «μεταφέροντας» τη συμφωνία με το ΔΝΤ στους Πολίτες της χώρας, ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, η οικονομική πολιτική των επομένων ετών θα ήταν κυρίως προς όφελος των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων (σίγουρα κάτι μας θυμίζει αυτό). Εν τούτοις, σύμφωνα με το οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε, το 40,5% των συνολικών μειώσεων του προϋπολογισμού αφορούσε τον κοινωνικό τομέα – δηλαδή, μειώσεις στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας κλπ (οι μειώσεις των δαπανών των υπουργείων στην Ελλάδα, με βάση τον προϋπολογισμό του 2011, είναι μηδενικές).

Ένας από τους βασικούς πυλώνες του περιορισμού των δαπανών στον κοινωνικό τομέα, ήταν το πρόγραμμα που εγγυόταν ένα ελάχιστο κρατικό εισόδημα, στις οικογένειες χωρίς καθόλου οικονομικούς πόρους. Ο αριθμός των οικογενειών, οι οποίες θα λάμβαναν την ελάχιστη οικονομική βοήθεια το 1999, έπρεπε να μειωθεί δραστικά – από τις 14,8 εκ. οικογένειες το 1998, στις 2,5 εκ. οικογένειες το 1999 (δηλαδή, από 12.300.000 οικογένειες αφαιρέθηκε εντελώς το κρατικό επίδομα, αναγκάζοντας τες να καταλήξουν στο δρόμο)

Ένα δεύτερο σημαντικό «συστατικό» του προγράμματος της κυβέρνησης, ήταν η αναμόρφωση του συστήματος των κρατικών συντάξεων (μειώσεις). Ένα τρίτο «μέτρο» ήταν οι αποδέσμευση των μισθών όλων των εργαζομένων από τον ετήσιο τιμάριθμο, με την αιτιολογία ότι «αναθέρμαιναν» τον πληθωρισμό, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, καθώς επίσης η μαζική απόλυση δημοσίων υπαλλήλων: «Ένα αναγκαίο κακό», σύμφωνα με την τότε κυβέρνηση, «με στόχο τη μείωση των δαπανών – πόσο μάλλον αφού η αυξημένη ανεργία, περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις» (σίγουρα κάτι μας θυμίζει αυτό).

Με σκοπό την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, ο οποίος είχε τοποθετηθεί από το ΔΝΤ, καθώς επίσης τον περιορισμό των δαπανών του δημοσίου, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αυξήσει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού (έσοδα, αφαιρουμένων των εξόδων, χωρίς τόκους), από το 0,5% του ΑΕΠ το 1998, στα 1,8% του ΑΕΠ το 1999. Περαιτέρω, ανέλαβε την ευθύνη για την επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας, για αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική, για «απελευθέρωση» των αγορών της στο εξωτερικό (στις αμερικανικές ή ευρωπαϊκές πολυεθνικές), για άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων κλπ (επίσης κάτι θα πρέπει να μας θυμίζει).

Φυσικά, η παγίδα ρευστότητας, στην οποία είχε οδηγηθεί ο ιδιωτικός τομέας της χώρας, δεν «επέτρεψε» τη μείωση των επιτοκίων των τραπεζών της (λόγω της αυξημένης ζήτησης κεφαλαίων, απέναντι σε μειωμένη προσφορά), τα οποία παρέμειναν σε επίπεδα πέριξ του 40% (η επίδραση στην οικοδομική δραστηριότητα είναι προφανής – πόσο μάλλον, αφού τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων κυμαίνονταν μεταξύ 150% και 250%). Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι στην Ελλάδα, λόγω συμμετοχής της στην Ευρωζώνη, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο – τα αποτελέσματα είναι όμως τα ίδια, αφού οι τράπεζες δεν αυξάνουν μεν τα επιτόκια σε τέτοιο βαθμό, αλλά δεν δανείζουν τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Βέβαια, κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις, ήταν αδύνατον να ανταγωνισθούν οι βραζιλιάνικες επιχειρήσεις τις ξένες πολυεθνικές οι οποίες, δανειζόμενες με τα επιτόκια των χωρών προέλευσης τους, άλωσαν στην κυριολεξία όλους τους κερδοφόρους κλάδους της βραζιλιάνικης οικονομίας (οι «τοπικές» επιχειρήσεις χρεοκόπησαν η μία μετά την άλλη, υπό το βάρος των επιτοκίων – στην Ελλάδα θα συμβεί το ίδιο, λόγω αδυναμίας δανεισμού των επιχειρήσεων).

Το 2001, λιγότερο από τρία χρόνια μετά την παροχή του δανείου εκ μέρους του ΔΝΤ, στις μεγαλουπόλεις της νοτιοανατολικής πλευράς και του κέντρου της Βραζιλίας, είχε ξεσπάσει ένας απίστευτος «ταξικός» πόλεμος, ένας εμφύλιος πόλεμος δηλαδή τεραστίων διαστάσεων - με 40.000 θύματα συμπλοκών και πολυάριθμους βίαιους θανάτους. Το 90% της βίας, η οποία είχε καταλάβει τη χώρα, ήταν το αποτέλεσμα της εξτρεμιστικής φτώχειας, στην οποία είχε «υποχρεωθεί» ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού - μόλις το 10% καταλογιζόταν στο οργανωμένο, διεθνές έγκλημα.

Στο Sao Paulo, οι πάμπλουτοι επιχειρηματίες μετακινιόντουσαν μόνο με ελικόπτερα, ενώ οι απλά ευκατάστατοι πολίτες, με αλεξίσφαιρες λιμουζίνες. Ιδιωτικοί αστυνομικοί, με στρατιωτική εκπαίδευση και οπλισμό, καθώς επίσης τείχη ύψους τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων, προστάτευαν τις πολυτελείς κατοικίες, ενώ ακόμη και η πρόσκληση επίσκεψης ενός φίλου της ανώτερης εισοδηματικής τάξης της χώρας, ισοδυναμούσε με πολεμική εκστρατεία.

Για να φτάσει δηλαδή κανείς στο σπίτι κάποιου φίλου του, για να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα ή για να εισέλθει σε κάποιον όροφο, ήταν απαραίτητη η γνώση και η χρήση μίας σειράς μυστικών κωδικών, μέσω των οποίων προστατευόταν οι χώροι διαμονής των ευκατάστατων πολιτών. Όλες οι πόρτες των σπιτιών ήταν ειδικά ασφαλισμένες, καλυμμένες με ανθεκτικά μέταλλα και πολλαπλές κλειδαριές, ενώ ακόμη και η μεσαία εισοδηματική τάξη ζούσε σε διαμερίσματα που θύμιζαν χρηματοκιβώτια.

Το 2002, έτος χρεοκοπίας της Αργεντινής (άρθρο μας), σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, από τα 173 εκ. των Βραζιλιάνων, τα 22 εκ. ζούσαν σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης (με βάση την αντιπολίτευση 45 εκ., ενώ κατά την εκκλησία 55 εκ. πολίτες – πάνω από το 30% του πληθυσμού!). Εξαθλίωση σήμαινε χρόνιο, «βαρύ» υποσιτισμό, ο οποίος οδηγούσε στην ανικανότητα, στην πλήρη αναπηρία και στο θάνατο. Στη Βραζιλία ίσχυε τότε η παροιμία: «Η πείνα κυριαρχεί στα Βόρεια της χώρας – όχι στο Νότο, επειδή εκεί βρίσκονται τα σκουπίδια των πλουσίων».

Στο κέντρο του Sao Paulo, στα σκαλοπάτια του καθεδρικού ναού, συναντούσε κανείς εκατοντάδες φτωχούς και πεινασμένους οι οποίοι, με το άδειο βλέμμα του χρόνια άνεργου, έψαχναν απεγνωσμένα στα σκουπίδια, βυθίζοντας το κεφάλι και τα χέρια τους στις βρώμικες πλαστικές σακούλες, για να βρουν ένα κομμάτι ξερό ψωμί, σαπισμένα λαχανικά, κόκαλα ή άλλα υπολείμματα τροφών. Η ανώτερη «τάξη» της μεγαλύτερης πόλης της Βραζιλίας έγινε ακόμη πιο πλούσια, με αποτέλεσμα οι τενεκέδες των σκουπιδιών της να είναι γεμάτοι - επιτρέποντας στην πληθώρα των φτωχών να αναζητούν εκεί έναν τρόπο παραμονής τους στη ζωή.

Εκείνη την εποχή, το έτος 2001, το εξωτερικό χρέος της χώρας αντιστοιχούσε στο 52% του ΑΕΠ, ενώ οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι ήταν της τάξης του 9,5% επί του ΑΕΠ. Τον Αύγουστο του 2001, η κυβέρνηση της Βραζιλίας παρακάλεσε γονατιστή ακόμη μία φορά το ΔΝΤ για τη χορήγηση ενός νέου δανείου. Το αίτημα της έγινε αποδεκτό από το «συνδικάτο του διαβόλου», φυσικά με την υπογραφή ενός νέου «μνημονίου υποτέλειας», το οποίο της χορήγησε, για δεύτερη φορά μετά το 1998, 15 δις $ με επιτόκιο 7,5%.

Στη συνέχεια, ο υπουργός οικονομικών της Βραζιλίας εμφανίσθηκε χαρούμενος σε όλα τα ΜΜΕ, ανακοινώνοντας την «επιτυχή» έκβαση των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ και ζητώντας από τους πολίτες νέες θυσίες - απαραίτητες για να ξεφύγει η χώρα από τη χρεοκοπία (μάλλον και αυτό κάτι μας θυμίζει). Το ΔΝΤ φυσικά, απαίτησε ακόμη μία φορά μεγάλες περικοπές στις δαπάνες του προϋπολογισμού, στους τομείς της Παιδείας, και της Υγείας – οι φορολογικές ελαφρύνσεις των υψηλών εισοδηματικών τάξεων παρέμειναν ως είχαν.

Στην περίπου οκταετή «θητεία» μίας κυβέρνησης (1994-2002), αποτελούμενης χωρίς καμία αμφιβολία από τα ικανότερα άτομα της προικισμένης με τεράστιο ορυκτό και λοιπό πλούτο χώρας, εκποιήθηκε σχεδόν το σύνολο των κερδοφόρων, δημοσίων επιχειρήσεων της. Μοναδική εξαίρεση η εθνική εταιρεία Petrobras (κάτι σαν τη δική μας ΔΕΗ σήμερα), η οποία παρέμεινε στην ιδιοκτησία του κράτους, χάρη στις τεράστιες «αμυντικές» προσπάθειες των εργαζομένων της.

Η πολιτική ηγεσία της χώρας, αιτιολόγησε ως εξής τις ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων: «Οι κρατικές εταιρείες μας είναι υγιείς και εξαιρετικά κερδοφόρες. Θα χρησιμοποιήσουμε τα έσοδα από την πώληση τους, για να ελαφρύνουμε τα βάρη του λαού της Βραζιλίας, οδηγώντας τον στην ανάπτυξη» (τα ίδια υπόσχεται και η δική μας ηγεσία σήμερα).

Το αποτέλεσμα ήταν να πουληθούν πράγματι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις, σε σχετικά συμφέρουσες τιμές για το κράτος. Όμως, τα δισεκατομμύρια δολάρια που εισπράχθηκαν, χάθηκαν στην κυριολεξία στον αέρα. Όπως υποθέτουν οι ειδικοί, ένα μέρος από αυτά χρησιμοποιήθηκε πράγματι για να καλύψει τα «παραδοσιακά» ελλείμματα του προϋπολογισμού. Ένα άλλο μεγάλο μέρος όμως, κατευθύνθηκε στο εξωτερικό – στους ιδιωτικούς λογαριασμούς υπουργών, δικαστών, στρατιωτικών, υψηλόβαθμων δημοσίων λειτουργών και τραπεζιτών.

Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε ίσως να προσθέσουμε, για αυτούς που πιθανότατα θα ισχυρισθούν πως η Βραζιλία σήμερα ξεπέρασε τα προβλήματα της (χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν τον τεράστιο φυσικό πλούτο της χώρας), το γεγονός ότι είναι το κράτος με τη μεγαλύτερη «διάσταση» εισοδημάτων πλούσιων-φτωχών στον αναπτυσσόμενο και ανεπτυγμένο πλανήτη, πως το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της το 2007 ήταν 9.700 $ (30.500 $ στην Ελλάδα), ενώ το 31% του πληθυσμού της (άνω του 50% για την εκκλησία) συνεχίζει να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Επί πλέον ότι, οι πολυεθνικές είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι της οικονομίας, ενώ ο τρόμος συνεχίζει να βασιλεύει, «στεγαζόμενος» στα τεράστια γκέτο με τους εξαθλιωμένους, πάμπτωχους Βραζιλιάνους.

Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Υποθέτοντας ότι όλα όσα συνέβησαν στη Βραζιλία δεν είναι μακριά από αυτά που θα συμβούν πολύ σύντομα στην Ελλάδα, εάν παραμείνουμε «υποτελείς» του ΔΝΤ, θεωρούμε σκόπιμη την εξέταση της χρεοκοπίας, σαν μία από τις ελάχιστες πλέον επιλογές μας. Όσον αφορά λοιπόν αυτήν την «εναλλακτική δυνατότητα», ουσιαστικά θα ήταν το ίδιο σαν να αναρωτιόμαστε, εάν θα ήταν προτιμότερος ο δρόμος της Αργεντινής ή της Βραζιλίας: η πτώχευση δηλαδή ή τα αυστηρά μέτρα εξοικονόμησης πόρων - σύμφωνα με την Οικονομία βέβαια, για την οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι εάν ένα «εγχείρημα» είναι καλό ή όχι (θα ήταν αδιανόητο να υποστηρίξει κανείς ότι η χρεοκοπία είναι καλή), αλλά εάν είναι καλύτερο από κάποιο άλλο.

Σχετικά με την Ελλάδα λοιπόν, φαίνεται ότι η επίσημη ανακοίνωση της πτώχευσης της, εκ μέρους της κυβέρνησης της, θα κόστιζε πάρα πολλά στη χώρα μας – αφού, χωρίς καμία αμφιβολία, τα αποτελέσματα της χρεοκοπίας ενός κράτους στην Οικονομία του, είναι καταστροφικά. Αμέσως μετά ακολουθεί

Α. Μία πολύ μεγάλη τραπεζική κρίση (οι τράπεζες είναι συνήθως αυτές που κατέχουν σημαντικό μέρος των ομολόγων δημοσίου, τα οποία υποχρεούνται να «αποσβέσουν»),

Β. Μία εκτεταμένη οικονομική κρίση (η εσωτερική ζήτηση μειώνεται, οι επενδυτές αποσύρουν μαζικά το σύνολο των χρημάτων τους, η παραγωγή συρρικνώνεται, ο πληθωρισμός «καλπάζει» - εάν η χώρα έχει το δικό της νόμισμα και «τυπώνει», διαφορετικά οι τιμές καταρρέουν - το χρηματιστήριο απαξιώνεται, η αγορά των ακινήτων επίσης, λόγω απουσίας αγοραστών κλπ), καθώς επίσης

Γ. Μία νομισματική κρίση (οι ξένοι επενδυτές «αποφεύγουν» για μεγάλο χρονικό διάστημα τη «χρεοκοπημένη» Οικονομία).


Ή χρεοκοπία ενός κράτους σημαίνει πρακτικά για τους Πολίτες του τη μείωση των αποταμιεύσεων τους, επειδή είναι πιστωτές του κράτους τους (κάτοχοι ομολόγων δημοσίου), καθώς επίσης την περιορισμένη ανάληψη από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους – επειδή, για κάποιο χρονικό διάστημα, δεσμεύονται από το κράτος. Εάν βέβαια υποχρεώνονταν να επιστρέψουν στο παλαιό νόμισμα (ισχύει μόνο για τις χώρες της Ευρωζώνης και για τους λογαριασμούς σε συνάλλαγμα), τότε οι δεσμευμένες καταθέσεις τους θα εξανεμίζονταν, από τον πληθωρισμό που θα μεσολαβούσε μέχρι να απελευθερωθούν – ενώ το «συνάλλαγμα» θα μετατρεπόταν στο νέο νόμισμα, με έναν ορισμένο δείκτη ανταλλαγής (είναι ένας από τους βασικούς λόγους, για τον οποίο είμαστε αντίθετοι με την έξοδο μας από την Ευρωζώνη).

Τα δάνεια των ιδιωτών και επιχειρήσεων θα ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία, αλλά θα ήταν δύσκολο να αποπληρωθούν - λόγω της πιθανότατης αύξησης των επιτοκίων, της ανεργίας και της απώλειας της αξίας των περιουσιακών στοιχείων (αν και τα περισσότερα που θα μπορούσαν να συμβούν δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν, αφού στηρίζονται σε αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης).

Η έμμεση επιβάρυνση των Πολιτών όμως από τα καταστροφικά αποτελέσματα στην Οικονομία του κράτους (τράπεζες, επιχειρήσεις κλπ) είναι πολύ πιο επώδυνη - κυρίως λόγω της υψηλής ανεργίας που ακολουθεί, της αδυναμίας εισαγωγών (ειδικά του πετρελαίου, όπως και των προϊόντων που δεν παράγονται τοπικά), της περιορισμένης δυνατότητας πληρωμής των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων, καθώς επίσης της απώλειας πολλών κοινωνικών παροχών (παιδεία, υγεία κλπ), τις οποίες απολάμβαναν μέχρι τότε.

Εν τούτοις, η πτώχευση αποτελεί μία από τις διάφορες «λύσεις» που υπάρχουν, οπότε θα έπρεπε να εξετασθεί πάρα πολύ σοβαρά. Φυσικά δεν είναι ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο «αναξιοπρεπής» για μία χώρα, σε σχέση με την προσφυγή της στο ΔΝΤ – είναι δυστυχώς μία ανάλογη «λύση ανάγκης».

Η στάση πληρωμών της χώρας μας, το αργότερο το 2014 (τρία χρόνια μετά την εισβολή του ΔΝΤ, όπως συνέβη με την Αργεντινή), είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί - εάν δεν μεσολαβήσει μία σημαντική διαγραφή δημοσίων χρεών, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση των υπολοίπων (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, με χαμηλά επιτόκια).

Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, εάν δηλαδή δεν υπάρξει διαγραφή χρεών, είναι κατά την άποψη μας άνευ σημασίας οι θυσίες που απαιτούνται από τους Πολίτες. Απλούστατα, τρία χρόνια αργότερα θα οδηγηθούμε μάλλον «πεινασμένοι» στη χρεοκοπία, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, ρεζέρβες, εργασία και αποταμιεύσεις - αφού το ΔΝΤ προηγουμένως θα έχει λεηλατήσει τόσο το δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό τομέα της Οικονομίας μας.

Αντίθετα, εάν η Ελλάδα επέλεγε τη στάση πληρωμών, τότε θα διαπραγματευόταν τουλάχιστον τον περιορισμό των υφισταμένων χρεών της - με πιθανότερο αποτέλεσμα τη μείωση τους κατά 50-70%, καθώς επίσης το ξεκίνημα της οικονομίας της από ένα καινούργιο σημείο. Τότε, η ζημία θα επιβάρυνε κυρίως τους πιστωτές της - οι οποίοι έχουν κερδίσει ήδη πάρα πολλά, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τις αδυναμίες της.

Επομένως, σχετικά λιγότερο τους Πολίτες της, οι οποίοι δεν θα ήταν πλέον αναγκασμένοι να υπερφορολογηθούν ή να εκποιήσουν το δημόσιο πλούτο της χώρας τους, για να εξοφλήσουν τα λάθη (σπατάλη, διαφθορά, κακοδιαχείριση) των προηγουμένων κυβερνήσεων τους. Αρκεί φυσικά να μην συνέχιζαν να κάνουν τα ίδια λάθη, όπως μάλλον συνέβη στην Αργεντινή.

Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Εξετάζοντας εν πρώτοις τα ενδεχόμενα «πλεονεκτήματα» της εξόδου από την Ευρωζώνη ενός κράτους-μέλους, διαπιστώνουμε ότι θα ήταν κυρίως «νομισματικής φύσης» (υποτίμηση του νέου νομίσματος, λόγω «εκτύπωσης» χρημάτων για την πληρωμή μισθών ή συντάξεων, αύξηση των εξαγωγών ένεκα της μείωσης των τιμών κλπ). Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε και τις δυνατότητες δανεισμού του «εξερχόμενου» μέλους από την Ε.Ε., ενώ θα υπήρχαν και διάφορα άλλα οφέλη (ισοτιμία ανταλλαγής νομίσματος με Ευρώ, κερδοφόρα «ανταλλαγή» ομολόγων κλπ), που θα προέκυπταν κυρίως από τη διαπραγμάτευση της «εξόδου» με την Ε.Ε.

Όμως, τα μειονεκτήματα της εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη είναι το λιγότερο καταστροφικά. Κατά την άποψη μας, ισοδυναμεί στην κυριολεξία με την καταδίκη της σε θανατική ποινή – με την εν ψυχρώ εκτέλεση της. Ακόμη και η προοπτική, η διαφαινόμενη πιθανότητα δηλαδή της εξόδου μίας χώρας από τη ζώνη του Ευρώ, θα δημιουργούσε από πολύ πριν τεράστιες πιέσεις (πωλήσεις) στις αγορές κρατικών ομολόγων, γεγονός που θα είχε σαν αποτέλεσμα μία υπερβολική άνοδο των επιτοκίων τους (spread - πτώση της αγοραστικής τους αξίας).

Οι παγκόσμιες χρηματαγορές θα αξιολογούσαν πολύ δυσμενέστερα τον κίνδυνο χρεοκοπίας και θα δυσκόλευαν κατά πολύ την παροχή νέων δανείων στο «εξερχόμενο» κράτος (αγορά καινούργιων ομολόγων του δημοσίου). Επί πλέον, είναι σχεδόν βέβαιη η συνεχής υποτίμηση του εθνικού νομίσματος της χώρας που εξέρχεται, με καταστροφικές συνέπειες για τις τράπεζες και τους εισαγωγείς της οι οποίοι, συμβεβλημένοι σε όρους Ευρώ, θα βρισκόταν αντιμέτωποι με τεράστιες διακυμάνσεις της ισοτιμίας του εθνικού τους νομίσματος - γεγονός που θα τους δημιουργούσε δυσανάλογες ζημίες, προβλήματα ρευστότητας κλπ.

Επίσης για τους Πολίτες της, αφού μία υποτίμηση της τάξης του 40% θα μείωνε τους πραγματικούς μισθούς ανάλογα – για παράδειγμα, τα 700 € βασικός μισθός θα περιοριζόταν αμέσως στα 420 €. Τέλος για το συνολικό, δημόσιο και ιδιωτικό, εξωτερικό χρέος της (περί τα 450 δις € σήμερα στην Ελλάδα), το οποίο θα αυξανόταν ανάλογα (στα 630 δις € στην Ελλάδα, ήτοι στο 300% του ΑΕΠ της!).

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, η ενδεχόμενη επιλογή της «λύσης» της χρεοκοπίας, δεν θα πρέπει να συνοδεύεται με την έξοδο της Ελλάδας από το χώρο του Ευρώ, αφού κανένας δεν μας υποχρεώνει σε κάτι τέτοιο. Κατά την άποψη μας, η ένταξη μίας χώρας στην Ευρωζώνη είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή, αφού δεν υφίσταται η παραμικρή δυνατότητα να μπορέσει ένα κράτος να επιβιώσει, εξερχόμενο «ατομικά» - πόσο μάλλον όταν έχει απολέσει ολοσχερώς την ανταγωνιστικότητα του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι λύσεις τύπου ΔΝΤ (υπερβολική φορολόγηση, έντονες μειώσεις μισθών, μαζικές απολύσεις κλπ), όχι μόνο δεν θα έχουν θετικά αποτελέσματα αλλά, αντίθετα, θα οδηγήσουν πολλούς Έλληνες στην απόλυτη εξαθλίωση. Όσον αφορά δε τις «ερασιτεχνικές κινήσεις αντιπερισπασμού» της κυβέρνησης μας (συλλογή υπογραφών για επιβολή του ευρωομολόγου, συνεχής αναζήτηση της λύσης των προβλημάτων μας εκτός Ελλάδας, «άκαιρες» συμμετοχές σε συνέδρια ξένων κλπ), μειώνουν ακόμη περισσότερο τη Εθνική μας υπερηφάνεια, αντί να προσφέρουν ρεαλιστικές λύσεις – όσο τουλάχιστον δεν απαιτούμε, αλλά επαιτούμε.

Αυτό που απομένει λοιπόν, εάν δεν υπάρξει στο άμεσο μέλλον η σωστή ευρωπαϊκή λύση (United States of Europe, με τη συμμετοχή της Ρωσίας και της Τουρκίας σε μία ελεύθερη ζώνη εμπορίου), εάν δεν ακολουθήσει η διαγραφή μέρους των χρεών μας, εάν δεν εξασφαλισθούν οι αναπτυξιακές προϋποθέσεις της οικονομίας μας και εάν δεν απαιτηθεί η εξόφληση των γερμανικών αποζημιώσεων, είναι να εκδιωχθεί το ΔΝΤ από τη χώρα μας (πληρωμή των μέχρι τώρα δανείων του, κανένα άλλο νέο δάνειο), ταυτόχρονα με τη «ψύχραιμη επιλογή» της στάσης πληρωμών - φυσικά με την παραμονή της Ελλάδας εντός του χώρου του Ευρώ.

Η «λύση» αυτή, η χρεοκοπία δηλαδή, είναι ασφαλώς εξαιρετικά επώδυνη (όχι μόνο για εμάς, αλλά και για την Ευρωζώνη - ενδεχομένως για ολόκληρο τον πλανήτη), αλλά σίγουρα καλύτερη από τη λεηλασία και την υποδούλωση της Ελλάδας στους ξένους εισβολείς – ενώ δεν πρόκειται φυσικά για τη συντέλεια του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, κατά την υποκειμενική μας άποψη φυσικά, «είναι προτιμότερο ένα τρομακτικό τέλος, από έναν τρόμο δίχως τέλος» - κατά την προσφιλή έκφραση των Γερμανών εταίρων μας.