Οι Ευρωπαίοι ηγέτες περνούν δύσκολες μέρες προσπαθώντας να αποκαταστήσουν τις ρωγμές στο μεγάλο πείραμα με το οποίο 17 χώρες μοιράστηκαν το ίδιο νόμισμα. Το ευρώ τα πήγε καλά κατά την πρώτη 10ετία της ζωής του, αψηφώντας τις επιφυλάξεις εκείνων που έβλεπαν μεν πολιτικούς και ιστορικούς λόγους για τη δημιουργία του, διέκριναν όμως και οικονομικά εμπόδια στην μακροπρόθεσμη επιτυχία του. Όσα γίνονται από πέρυσι έδωσαν νέα ζωή στις παλιές επιφυλάξεις.
Έτσι λοιπόν, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος εστιάζει σήμερα στην τριπλή καταστροφή της Ιαπωνίας που χτυπήθηκε από σεισμό, τσουνάμι και πυρηνικό ατύχημα καθώς και την αστάθεια στη Μέση Ανατολή, η Ευρώπη παλεύει για να στηρίξει το οικοδόμημα του κοινού της νομίσματος.
Οι ευρωπαϊκές συζητήσεις – που περιπλέκονται με διάφορα ακρωνύμια, εθνικές πολιτικές ανάγκες και αντιπαλότητες ανάμεσα στις χώρες – δύσκολα γίνονται κατανοητές από τους εκτός Ευρώπης. Αλλά μπορούν να συμπυκνωθούν σε μια αντίφαση και δύο βασικές εντάσεις. Η αντίφαση. Ο πρώτος στόχος της Γερμανίας και ορισμένων εταίρων της είναι να καταστήσουν τα εγχειρήματα διάσωσης τόσο σκληρά για τις χώρες δανειολήπτες και για τους ιδιώτες πιστωτές τους ώστε οι μεν κυβερνήσεις να γίνουν στο μέλλον λιγότερο σπατάλες, οι δε επενδυτές να μη δανείζουν τόσο εύκολα. Ο δεύτερος στόχος τους είναι να πείσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι υπάρχει επαρκή στήριξη ώστε να αποκλεισθεί το χρεοστάσιο ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης. Μόνο στην περίπτωση αυτή οι επενδυτές θα παράσχουν δάνεια στις κυβερνήσεις που χρειάζονται χρήματα με εύλογα επιτόκια.
Υπάρχει όμως μια παγίδα σε αυτό. Όσο πιο σκληρά πιέζουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες για να πετύχουν τον πρώτο τους στόχο, τόσο πιο πιθανή γίνεται η αποτυχία τους ως προς τον δεύτερο – προκαλούν κραχ στην αγορά ομολόγων που μπορεί να καταλήξει σε διάφορα εγχειρήματα διάσωσης με τα λεφτά των φορολογουμένων, εξέλιξη την οποία ακριβώς προσπαθούν να αποφύγουν.
Βασική ένταση υπ’ αριθμόν 1. Πολλά έχουν ειπωθεί για το στενό κουστούμι της μιας κι ενιαίας νομισματικής πολιτικής για όλους. Και καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φλερτάρει με την ιδέα μιας σύντομης αύξησης των επιτοκίων της, οι σχετικές εντάσεις γίνονται όλο και πιο εμφανείς.
Η Γαλλία και η Γερμανία είναι μεγάλα κράτη και αντιπροσωπεύουν το 48% της συνολικής παραγωγής της Ευρωζώνης. Αν επομένως η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκιά της για το σύνολο της Ευρωζώνης – όπως είναι το έργο της – τότε η αύξηση των επιτοκίων θα είναι σωστή για τη Γερμανία και τη Γαλλία αλλά όχι για τις άλλες χώρες.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2000, η ΕΚΤ είχε κρατήσει χαμηλά τα επιτόκιά της – πράγμα που για τη Γαλλία και τη Γερμανία ήταν σωστό. Για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιρλανδία όμως τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά. Το φτηνό χρήμα τροφοδότησε πάρτι και φούσκες. Και τώρα, με δεδομένη την ανεργία και την τραπεζική κρίση που μαστίζει τις χώρες αυτές, τα επιτόκια της ΕΚΤ μοιάζουν πολύ υψηλά – ακόμα και πριν αυξηθούν.
Η αρχική ιδέα ήταν πως οι εθνικές κυβερνήσεις του ευρώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν την φορολογική τους πολιτική και την πολιτική δημόσιων δαπανών προκειμένου να αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις μιας συνθήκης όπου η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική θα ήταν είτε πολύ χαλαρή είτε πολύ σφιχτή για τη δική τους οικονομία. Όμως το πράγμα δεν δούλεψε. Η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν πράγματι πλεονάσματα, αλλά όχι αρκετά μεγάλα ώστε να αντισταθμίσουν το εύκολο χρήμα, τους αστόχαστους τραπεζίτες και δανειολήπτες και την ανεπάρκεια του εποπτικού πλαισίου. Μετά την έναρξη της κρίσης παντού κυριάρχησαν τα ελλείμματα – εξ ου και οι σημερινές προσπάθειες για την επιβολή ισχυρότερων δημοσιονομικών περιορισμών.
Βασική ένταση υπ’ αριθμόν 2. Βελτιώνοντας την παραγωγικότητά της (παραγόμενο προϊόν για κάθε ώρα εργασίας) και περιορίζοντας τις μισθολογικές αυξήσεις, η Γερμανία κατάφερε να γίνει πολύ πιο ανταγωνιστική από άλλες χώρες της Ευρωζώνης και στο εσωτερικό και εκτός Ευρώπης.
Το μέσο μοναδιαίο κόστος εργασίας στη Γερμανία αυξήθηκε 6% από την εισαγωγή του ευρώ το 1999. Στη Γαλλία το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 25%, στην Ιταλία κατά 33%, στην Ιρλανδία κατά 34%, στην Ισπανία κατά 36% και στην Ελλάδα κατά 41%. Δεν πρέπει επομένως να εκπλήσσει το ότι η Γερμανία έγινε ο μεγάλος εξαγωγέας της Ευρώπης.
Πριν την εισαγωγή του ευρώ, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Ελλάδα είχαν τη δυνατότητα να υποτιμούν τα νομίσματά τους προκειμένου να κάνουν τα προϊόντα τους φτηνότερα για τους ξένους. Η έλευση του ευρώ τις στέρησε από αυτό το όπλο. Πρέπει λοιπόν να βρουν κάποιον άλλον τρόπο για να ανταγωνιστούν τη Γερμανία.
Ένας τέτοιος τρόπος θα ήταν η Γερμανία να αυξήσει τους μισθούς και να δεχτεί υψηλότερο πληθωρισμό από τους εταίρους της, πιθανότατα υψηλότερο πληθωρισμό και από τον πληθωρισμό στόχο της ΕΚΤ που είναι μόλις κάτω του 2%. Όμως η Γερμανία αρνείται.
Ο άλλος τρόπος είναι η υπόλοιπη Ευρώπη και δη η ευρωπαϊκή περιφέρεια να περικόψει τους μισθούς (Ωχ!) και να πετύχει μια πολύ ισχυρή αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της (αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει με γρήγορους ρυθμούς).
Η Ιρλανδία έχει περικόψει τους μισθούς. Όμως αυτό έχει μεγάλο κόστος. Οι πρόσφατες συζητήσεις για ένα Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη έχουν σαν στόχο να επιβάλουν σε όλες τις χώρες την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας με αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, σύνδεση των αμοιβών με την παραγωγικότητα και άλλα ανάλογα μέτρα.
Ό,τι έχει καταφέρει μέχρι στιγμής η Ευρώπη σε κάθε οριακό σημείο της κρίσης είναι να κάνει όσα χρειάζονται προκειμένου να αποφεύγει την πλήρη χρηματοπιστωτική και οικονομική καταστροφή. Αλλά η διασφάλιση μιας πραγματικής ‘σταθερότητας και ανάπτυξης’ εξαρτάται από την επίλυση αυτών των πολύ σκληρών διλημμάτων.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Ο Χίτλερ δεν έπινε, δεν κάπνιζε και ήταν χορτοφάγος.
Η Ευρώπη στα δίχτυα των αντιφάσεών της
Συντονιστής: Agrafos