• Το Γνωρίζατε;
  • Στην Ολυμπιάδα του Σεν Λούις, το 1904, το μοναδικό χρυσό μετάλλιο για τους Ευρωπαίους κατέκτησε ο Έλληνας Περικλής Κακούσης, στην άρση βαρών.

Διδάγματα από την Ανατολική Γερμανία

Συντονιστής: Agrafos

Άβαταρ μέλους
Admin
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Χωρίς σύνδεση
Δημοσιεύσεις: 554
Εγγραφή: Σάβ 27 Ιουν 2009, 15:47
Γένος:
Ελλάδα

Διδάγματα από την Ανατολική Γερμανία

Δημοσίευση από Admin »


Μια ‘θεραπεία’ που προτείνεται συχνά για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ευρωζώνης είναι η εισαγωγή ενός συστήματος μεταβιβάσεων πόρων από τα πιο πλούσια κράτη της νομισματικής ένωσης στα πιο φτωχά. Η προοπτική αυτή προβλέπει μια ένωση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων σαν κι αυτές που έχουν τα ομοσπονδιακά συστήματα διακυβέρνησης, για παράδειγμα οι ΗΠΑ.
Η ιδέα, που υποστηρίζεται από γνωστούς οικονομολόγους, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, αφορά ουσιαστικά την εισαγωγή διαδικασιών μεγαλύτερων δημοσιονομικών μεταβιβάσεων από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες οικονομίες, πιθανότατα μέσω της αύξησης του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πολιτική αυτή έχει σαν στόχο να καταπραΰνει τον σκληρό αντίκτυπο της οικονομικής προσαρμογής που αντιμετωπίζουν τώρα οι αγορές της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Γιατί η συντελούμενη προσαρμογή που κατά τρόπο σχεδόν αναπόφευκτο περιλαμβάνει τη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους, δεν πρόκειται να επιτευχθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, θα είναι μια οδυνηρή διαδικασία που θα κρατήσει πολλά χρόνια.
Η ΕΕ ήδη πραγματοποιεί ορισμένες μεταβιβάσεις, κυρίως μέσω των λεγόμενων Ταμείων Συνοχής. Το 2009 η καθαρή συμβολή της ΕΕ στην ελληνική οικονομία ήταν 3 δις ευρώ, δηλαδή το 1.3% του ελληνικού ΑΕΠ. Ωστόσο η απορρόφηση μέρους του σοκ από την βίαιη διακοπή της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα θα απαιτήσει πολύ περισσότερα χρήματα.
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι αν οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις θα αποδώσουν. Το αμερικανικό παράδειγμα των χρονίως ασθενών οικονομικά Πολιτειών όπως είναι η Δυτική Βιρτζίνια ίσως επιβάλλει περίσκεψη. Την επόμενη βδομάδα πρόκειται να δημοσιευτεί η έκθεση μιας ομάδας κορυφαίων Ευρωπαίων οικονομολόγων που παραπέμπει σε ένα άλλο παράδειγμα μιας ένωσης μεταβιβάσεων, προερχόμενο από την ίδια την Ευρωζώνη: την πρώην Ανατολική Γερμανία. Το συμπέρασμα της έκθεσης είναι: Η ένωση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων δεν αποδίδει.
Η έκθεση αντιπροσωπεύει μια δουλειά οικονομολόγων από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συμβουλευτική Ομάδα, που αποτελείται από 7 ακαδημαϊκούς προερχόμενους από 7 χώρες. Από τη Γερμανία είναι ο Χανς Βέρνερ Σιν, του Ινστιτούτου Ifo για την Οικονομική Έρευνα του Μονάχου και από την Ιταλία ο Τζιανκάρλο Κορσέτι του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Η δημοσίευση της έκθεσης για το 2011 θα γίνει αύριο Τρίτη 22 Φεβρουαρίου και περιλαμβάνει μια εκτεταμένη ανάλυση των αιτιών της κρίσης της Ευρωζώνης καθώς και προτάσεις για την αντιμετώπισή της.
Σε ένα απόσπασμα της έκθεσής τους, οι οικονομολόγοι ξεκινούν υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στην Ελλάδα και τις άλλες οικονομίες είναι ένα ζήτημα ‘διανεμητικό’ επί του οποίου τις αποφάσεις θα πρέπει να πάρουν οι πολιτικοί. «Οι πολιτικοί δεν θα πρέπει να παραβλέψουν, ωστόσο», σημειώνουν οι συγγραφείς, «ότι συντρέχει κίνδυνος εθισμού της Ελλάδας σε αυτές τις μεταβιβάσεις, όπως φάνηκε να υπήρξε εθισμός και στις εισροές κεφαλαίων του παρελθόντος». Τα πολιτικά εμπόδια για τον περιορισμό αυτών των μεταβιβάσεων δεν είναι τόσο αυστηρά όσο οι περιορισμοί της αγοράς, επισημαίνουν.
Και στη συνέχεια στρέφονται στην Ανατολική Γερμανία που ενώθηκε με τη Δυτική Γερμανία του 1990. Έκτοτε το δημόσιο χρήμα που μεταφέρθηκε στην Ανατολή ανήλθε στα 1.2 τρις ευρώ ή στα 1.5 τρις ευρώ αν συμπεριληφθεί και το πρώην Ανατολικό Βερολίνο. Οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από την δύση στην ανατολή της Γερμανίας συνεχίζονται μέχρι σήμερα και είναι 60 δις ευρώ ετησίως.
Ποια είναι τα οικονομικά τους αποτελέσματα; Ακόμα και πριν τον τερματισμό της τελευταίας περιόδου ανάπτυξης το 2008, η ανεργία στην ανατολική Γερμανία ποτέ δεν έπεσε κάτω του 12%. Και φυσικά υπήρξε μαζική μετανάστευση, με τον πληθυσμό να συρρικνώνεται από τα 16 εκατομμύρια του 1990 σε 13.7 εκατομμύρια. Το 60% της μετανάστευσης αυτής έγινε μετά το 1995.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα της ανατολικής Γερμανίας είναι μόλις το 69% του εισοδήματος της δυτικής, έναντι 60% που ήταν το 1995 και ο βασικός λόγος για αυτή την μέτρια αύξησή του είναι η μετανάστευση πολλών χαμηλόμισθων στη δύση.
Η αγοραστική ισχύς του ΑΕΠ της ανατολικής Γερμανίας που παράγεται από τον ιδιωτικό τομέα σήμερα είναι μικρότερη και από της Σλοβενίας, «αν και η Σλοβενία προσχώρησε στην ΕΕ 14 χρόνια αργότερα και δεν είχε ανάλογη υποστήριξη από το εξωτερικό», λένε οι συγγραφείς.
Η ανατολική Γερμανία, υποφέρει, παρατηρούν από την ‘ολλανδική ασθένεια’, όπου κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970 ο αναπτυσσόμενος τομέας του φυσικού αερίου έπληξε τους υπόλοιπους κλάδους της ολλανδικής οικονομίας μέσα από την αύξηση των πραγματικών μισθών. Στην ανατολική Γερμανία δεν ήταν ωστόσο το ενεργειακό εισόδημα αλλά οι δημόσιες μεταβιβάσεις που ενίσχυσαν τους μισθούς «πάνω από ένα επίπεδο συμβατό με μια βιώσιμη αναπτυξιακή διαδικασία».
Η έκθεση υποστηρίζει ότι η ανατολική Γερμανία έχει καταστεί το τευτονικό ανάλογο του Mezzogiorno της Ιταλίας, δηλαδή του ιταλικού Νότου. Όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει στο 60% των επιπέδων της υπόλοιπης Ιταλίας εδώ και 50 χρόνια. Στην Ιταλία το πρόβλημα είναι η εθνική μισθολογική πολιτική, καθώς οι μισθοί που ορίζονται στο βορά είναι πολύ υψηλοί για τη χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων του νότου.
Η κατάληξη είναι η επίμονη μαζική ανεργία και η υπανάπτυξη που ενθαρρύνονται από τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις του βορά. Οι μεταβιβάσεις αυτές παρέχουν «μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος στο Νότο όπου το πολιτικό σύστημα και η οικονομία εθίζονται, κι έτσι διαιωνίζεται η ίδια κατάσταση συνεχώς», καταλήγουν οι συγγραφείς.
Γιατί όμως η Ισπανία, που κατά κοινή ομολογία έχει πρόβλημα χαμηλής παραγωγικότητας, κατάφερε να διατηρήσει το μερίδιο της στις παγκόσμιες εξαγωγές μετά την εισαγωγή του ευρώ αλλά και να αυξήσει το μερίδιό της στις εξαγωγές υπηρεσιών; Η απάντηση, λένε οι οικονομολόγοι, έγκειται στους ‘θύλακες ανταγωνιστικότητας’ που διαθέτει η Ισπανία, συγκεκριμένα στον τραπεζικό τομέα, τις κατασκευές, την ενέργεια, τις μεταφορές, και τις τηλεπικοινωνίες, ορισμένοι εκ των οποίων αναπτύχθηκαν από την ιδιωτικοποίηση μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων. Πέραν τούτων όμως, σε δύο περιοχές της Ιαπωνίας – την Καταλονία και την Χώρα των Βάσκων – οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις παρέμειναν ανταγωνιστικές, επωφελούμενες από τις περισσότερο διαφοροποιημένες τοπικές οικονομίες και τη μειωμένη εξάρτησή τους από τις κατασκευές.

Επιστροφή στο “Κοινωνία”